17.7.18

Βένους 3000



    Δεν είναι η μέρα μου σήμερα. Μία το κινητό που δεν χτύπησε, μία η αργοπορία του πλοίου ως την εξέδρα και μία η Έμιλι που την είδα (και με είδε που την είδα) όσο πήγαινα να κλέψω την σειρά από έναν μεξικάνο στη καντίνα. Και δεν με χαιρέτησε και σάντουιτς δεν πήρα.

    Δεν ξέρω γιατί την χαιρέτησα, ούτε εγώ ήμουν στα καλά μου ούτε εκείνη φαινόταν πρόθυμη. Θα μπορούσα να κάνω πως περιεργάζομαι την ανέμπνευστη επένδυση στη πλάτη της μπροστινής θέσης ή να παρατηρώ δήθεν γεμάτος θαυμασμό τον Ειρηνικό την ώρα που περνούσε για να κάτσει μπροστά. Θα μπορούσα. Αλλά με έτρωγε ο κώλος μου να μάθω από που κι ως που βρέθηκε αυτή εδώ και μάλιστα στις πρώτες θέσεις. Και θα την ρωτούσα αν δεν με έκοβε η ειδοποίηση για μέιλ ακολουθούμενη από την τυπική γκρίνια της αεροσυνοδού για να κλείσουμε τις συσκευές.

“Υπενθύμιση ε.

Φρόντισε να αλλάξεις υφάκι και να στείλεις υλικό της προκοπής αυτή τη φορά, αλλιώς θα έχουμε τρεχάματα και δεν σας βλέπω καλά. Αρκετή υπομονή κάναμε.

Εύη, Assistant Manager”.

    Απλή, περιεκτική και αντιπαθητική όπως πάντα η ασσίσταντ η μάνατζερ που λείπουν όλοι για καλοκαίρι και την άφησαν να λύνει και να δένει. Δεν την αδικώ και τελείως, αλλά και εκείνη μέχρι πριν λίγο μου ζητούσε “ρεπορτάζ” από καφετέριες και άρθρα για διαφήμιση αντηλιακών και τώρα με στέλνει με το έτσι θέλω στις αποικίες της Αφροδίτης γιατί “έτυχε ο Τζίμης να αρρωστήσει” και άλλες τέτοιες μαλακίες.

    Η Αφροδίτη φαίνεται σαν ένα σκονισμένο τόπι στο παράθυρο όταν μας ξυπνούν οι αεροσυνοδοί. Δεν ξέρω αν αυτό συνηθίζεται ή όχι, αλλά το πλήρωμα σκέφτηκε να ευχηθεί χρόνια πολλά σε όσους είχαν γενέθλια κατά τη τρίμηνη πτήση, κάτι που μια χαρά μου έκατσε μιας και παραλίγο να ξεχάσω ότι πέρασαν της Έμιλι. Ξεκουμπώνω τη ζώνη για να της ευχηθώ από κοντά μα το λυκόπιασμα και η άγρια ματιά της αεροσυνοδού μού αλλάζουν γνώμη. Άσε που είναι κομματάκι δύσκολο να της το παίζω φίλος μετά από ό,τι έγινε, οπότε καλύτερα να κάτσω στα αυγά μου και να ανοίξω τις ειδοποιήσεις για να δω τι έχασα. Μοναδική απώλεια ο γάτος της αδερφής μου. Μικρό το κακό λέω, τόσοι άλλοι παραδίπλα κλαίνε γιατί γνωστοί τους άφησαν χρόνους και εγώ την γλιτώνω με έναν γάτο που γέμιζε τρίχες τις ζακέτες μου. Επιτέλους η τύχη μου χαμογελάει. Για λίγο.

    Γιατί ο γιάπης δίπλα μου παίρνει πρωτοβουλία να μου ανοίξει την κουβέντα για την κόρη του που γέννησε και επειδή εγώ ως γνωστόν ζω για κάτι τέτοια ανέχομαι το βίντεο από το τοκετό που μου δείχνει γεμάτος αμηχανία. Τόση αμηχανία που τα μάτια μου δραπετεύουν και πιάνουν την Έμιλι κλαμένη, να πηγαίνει στη τουαλέτα της πρώτης θέσης (που είναι κολλητά με την αρχή της δικής μου κατηγορίας) για να συνέλθει. Πλησίασα για να ρωτήσω τι συνέβη για να πάρω πίσω μια αδιαφορία όλη δική μου. Και δεν ξέρω αν με ενόχλησε περισσότερο αυτό ή που το βίντεο με τη γέννα έχει άλλα είκοσι λεπτά και εγώ καθόλου θάρρος να του πω να το κόψει.

    Ο πιλότος και η χορταστική τεξανή προφορά του μας εύχονται καλή διαμονή στις αποικίες και μας ευχαριστεί που επιλέξαμε το Βένους 3000 (ναι ουάου), όσο προσπαθώ να κλείσω την φλώρικη κάσκα μέχρι να ακουστεί το κλικ. Κατεβαίνουμε σε μια πορτοκαλί ομίχλη με μερικούς φάρους να λάμπουν με ρυθμό μακρύτερα όπου οι υπεύθυνοι υποδοχης μάς παίρνουν έναν έναν απ’ το χεράκι ώσπου να συνηθίσουμε την διαφορά στην πίεση. Βγάζω την κάσκα πρώτος και αναγκάζομαι να κοινωνικοποιηθώ με μια ευγενική μεσήλικη κυρία που με κρατάει σαν το εγγονάκι της και την ψιλοσέρνω ρωτώντας που πέφτει το ξενοδοχείο γιατί είμαι χώμα και έτοιμος να πεθάνω στον ύπνο.

    Με ξύπνησε απότομα η ειδοποίηση από την Εύη την ασσίσταντ την μάνατζερ που υπογράμμιζε τα προηγούμενα καλά της λόγια για να μην ξεχαστώ μαζί με ένα αναλυτικό πρόγραμμα που, αν διαχειριστώ σωστά τον χρόνο μου, μπορεί να προλάβω και να κατουρήσω ανάμεσα σε τόσες εκδηλώσεις, συνεντεύξεις και προσπάθεια λήψης βίντεο (οι αποικιακές αρχές για κάποιο λόγο που δεν πολυκατάλαβα ήταν εξαιρετικά πρόθυμες να σε ψάξουν για φωτογραφίες και βίντεο που πήρες κατά τη διαμονή σου, κάτι που με κάνει να καταλαβαίνω από τι αρρώστησε ο Τζίμης). Αλλά δεν παραπονιέμαι. Δέκα μερούλες είναι, θα περάσουν.

    Κατεβαίνω, τρώω ακριβώς τρεις μπουκιές και φεύγω ρωτώντας στη ρεσεψιόν κατά που πέφτει η Βίρτσουαλ Πλάζα που έχει συμφωνηθεί το ραντεβού μου με τον θερινό αναπληρωτή υπεύθυνο της νότιας αποικίας. Λένε ότι πέφτει μακριά για ποδαράτο και κάνουν κίνηση να μου καλέσουν όχημα, αλλά αρνούμαι για να μη με γδάρουν πίσω στη δουλειά και παίρνω το τρενάκι. Στη διαδρομή τα μάτια μου ανοίγουν διάπλατα για πρώτη φορά. Ένας έντονα μπλε ουρανός με μουντές πορτοκαλί κηλίδες εδώ και εκεί (αποτέλεσμα του θόλου), κάτι μικρά πολύχρωμα και ψυχεδελικά φτιαγμένα κτίρια γύρω γύρω, τεράστια μνημεία/κίονες/αγάλματα και ένα σχεδόν ατελείωτο πράσινο που καταλήγει σε μερικά σημεία μέχρι την ακτή. Ναι, ακτή όπως λέμε θάλασσα (τεχνητή βέβαια, σαν πισίνα, αλλά και πάλι). Μένω μαλάκας, ασορτί με τους άλλους στο τρενάκι.

    Εμφανώς ενοχλημένος αλλά αρκετά ντροπαλός για να μην πει λέξη, ο Στίβεν Δαγκλής με καλωσορίζει με μια χειραψία πιο σιδερωμένη και από το αψεγάδιαστο αλλά εκτός τόπου και χρόνου κοστούμι του (όχι μόνο είναι ξερακιανός και άχαρος, αλλά επίσης η θερμοκρασία στην αποικία είναι σχεδόν πάντα ρυθμισμένη κάπου ανάμεσα στους 23 και 33 βαθμούς). Φαινόταν σφιχτός στην αρχή αλλά τον καταφέρνω. Τον παίρνω μερικές πόζες και τον ξεπαστρεύω με στανταράκια τύπου πως έφτασε εδώ, πως νιώθει που είναι ένα παιδί θαύμα πίσω στην πατρίδα, τι προσπαθούν να φτιάξουν εδώ οι αμερικάνοι και προς τι τα τελευταία μέτρα ασφαλείας, προτού το ντούκι που είχε για προστασία τσεκάρει την φωτογραφική μου και με αφήσει να πάω στην ευχή του Θεού.

    Κάνω μια βόλτα γύρω από την Βίρτσουαλ Πλάζα και πέφτω πάνω σε κάμποσα παιδιά που παίζουν με την ελαφρώς πειραγμένη βαρύτητα μπροστά από τους εμφανώς πάμπλουτους γονείς τους. Πιο εκεί κάτι μπλαζέ παρέες να ανακατεύουν ρυθμικά τους καφέδες τους όσο χαίρονται το φως του θόλου και παραπέρα ένα τσούρμο ταξιδιωτών που πάνε προς την ακτή. Τους ακολουθώ δειλά (φουλ ντυμένος με μια κάμερα στο λαιμό για να νιώσουμε όλοι μαζί περισσότερο άβολα) και φτάνω σε μια αμμουδιά πλάτους κοντά στο χιλιόμετρο. Ψιλολαχανιάζω αλλά φτάνω στο κύμα και βγάζω τα παπούτσια μου. Η άμμος είναι κάπως χοντρή και το νερό λίγο πιο σκούρο από πισίνας. Παίρνει αρκετή ώρα να καταλάβω τι ακριβώς αγγίζω και βλέπω.

    Γυρνώ κατάκοπος και τρώω μόνος στο εστιατόριο ακούγοντας από τα μεγάφωνα το φακτ της ημέρας για την ανατολή του ηλίου στην Αφροδίτη από τη δύση, και να σου πάλι μπροστά μου η Έμιλι στο μπαρ απέναντι. Ολόκληρη στην πένα με ένα φόρεμα που κοστίζει και τρία μηνιάτικα, δείχνει σκέτη θεά. Με βλέπει, της χαμογελάω, μου χαμογελάει και την παίρνει από το χέρι ένας βαψομαλλιάς πιγκουίνος που φαίνεται να θέλει να την κυκλοφορήσει. Δεν πεινάω πια. Κάνω να ανέβω στο δωμάτιο μου από την πίσω μεριά, βλαστημώντας την ώρα και τη στιγμή που μας έχωσαν όλους από τη χθεσινή πτήση στο ίδιο ξενοδοχείο, όσο βλέπω την Έμιλι να με ακολουθεί μέχρι την πόρτα του ασανσέρ. Και έχει και ακόμα αυτή την πίκρα στο πρόσωπο όπως τότε πριν την απογείωση.

    Δεν σε πιάνει εύκολα ο ύπνος στην Αφροδίτη. Άσχετα με τις προσπάθειες προσομοίωσης γήινου ωραρίου (εναλλαγή μέρας-νύχτας κλπ.), το βιολογικό ρολόι μου βαράει διάλυση. Έτσι περνάω τις νύχτες γεμάτος υπερένταση, διαβάζοντας τα παλιά μηνύματα της Έμιλι όσο την αποφεύγω έντεχνα τις υπόλοιπες ώρες. Όσο για τη δουλειά, βρήκα να πω ότι λόγω καθυστερήσεων στις επικοινωνίες δεν μπορώ να στέλνω ενημερώσεις στην Εύη την ασσίσταντ την μάνατζερ και γλίτωσα. Βγαίνω που και που το βράδυ με τα πόδια ή καβαλάω το τρενάκι για βόλτα αλλά κάτι οι μεθυσμένοι ιρλανδοί φοιτητές που ψάχνονται για τσαμπουκά, κάτι η ερημιά που τσακίζει νεύρα και κάτι το περιστατικό που με έπιασαν σεκιουριτάδες να βιντεοσκοπώ το άλσος με κρατούν μέσα να βράζω στο ζουμί μου και στην συνδρομητική.

    Και οι μέρες περνούν εξίσου ανιαρές και άδειες. Όταν δεν έχω να ρωτάω τα ίδια και τα ίδια δημοσιοσχεσίστικα πράγματα σε αξιωματούχους της κακιάς ώρας και  ψωνάρες τύπου Ίλον Μασκ των φτωχών, πρέπει να παρευρεθώ σε κουραστικές ομιλίες που όλες καταλήγουν στο πόσο προχωρημένο και ωφέλιμο είναι το όλο εγχείρημα για τις μελλοντικές γενιές “όχι μόνο της ανθρωπότητας αλλά κάθε είδους ζωής πίσω στη Γη”. Από επιστήμονες και μεγαλοεπενδυτές μέχρι γιουτιούμπερς και τον Αντώνη Ρέμο (δεν κάνω πλάκα), να έχεις όρεξη να βλέπεις την ουρά ατόμων που ήρθαν αποκλειστικά για να εκθειάσουν αυτή τη πρωτοβουλία του δυτικού κόσμου, που βάζει και επίσημα τη ταφόπλακα στους σοβιετικούς μετά από κοντά ενενήντα χρόνια ανταγωνισμού (όχι ότι ήθελε και πολύ).

    Όμως μετά από μερικά περπατήματα έχεις δει ό,τι είχε να προσφέρει η αποικία. Από την πρώτη βραδιά που πέρασα στην παραλία στη Βίρτσουαλ Πλάζα κατάλαβα πως η αλλόκοτη αρχιτεκτονική, οι κίονες, τα μωβ πλακάκια και οι φοίνικες φέρνουν μόνο τη μυρωδιά του φρεσκοβαμμένου και του πρόχειρου στο μυαλό μου. Η άμμος τελικά είναι τριμμένη πέτρα, η θάλασσα μυρίζει ξεκάθαρα χημεία με το που μπεις, το φαΐ είναι επεξεργασμένο μέχρι αηδίας για καλύτερη συντήρηση και ο θερμοστάτης ίσα που δουλεύει κάποιες στιγμές της μέρας. Η αποικία στην πραγματικότητα δεν είναι τίποτα παραπάνω από μεγάλες ξενοδοχειακές εγκαταστάσεις που απλώνονται αραιά πάνω σε μια έκταση μικρού νησιού του Αιγαίου που πλέει σε μια πισίνα. Κουράστηκα να ακούω για την “ελπίδα του μέλλοντος” μέσα σε ένα τεχνολογικό θαύμα που χτίστηκε αποκλειστικά για να στεγάσει ασπρουλιάρηδες που ακόμα τρώνε φουά γκρα και καίνε πετρέλαιο. Όλο το πρότζεκτ είναι ένα σκηνικό διαφήμισης ενός προϊόντος που αφορά μόνο γόνους εφοπλιστών που έχουν για καθημερινότητα το φαΐ, το μακροβούτι και την ξάπλα σε αιώρα.

    Η Εύη η ασσίσταντ η μάνατζερ φυσικά τρελαίνεται για κάτι τέτοια, αλλά δεν παίζω το κεφάλι μου κορώνα γράμματα για εκείνη. Στέλνω ένα ντραφτ του ρεπορτάζ χωρίς στάλα κριτικής μέσα γιατί αν παίζει περίπτωση παρακολούθησης δεν θέλω να έχω τους σεκιουριτάδες στο σβέρκο μου γιατί τους κακολόγησα το χώρο εργασίας.

    Τρεις μέρες πριν την πτήση μου, με αρπάζει ο Δαγκλής με τα νερντουλιάρικα χέρια του και με πάει τουρνέ. Και να οι εκθέσεις τέχνης, και να τα φεστιβάλ τραγουδιού και του Ρέμου (πρέπει να τον δεις δεύτερη φορά για να βεβαιωθείς), και να οι κρουαζιέρες γύρω γύρω με ένα καράβι που μυρίζει καμένο πλαστικό. Και όλα με την λέξη “σύγχρονο” ή “νέο” μέσα και όλα να στερούνται ουσίας στα μάτια μου. Ο Δαγκλής φυσικά βλέπει την απογοήτευση μου και προβληματίζεται. Με ρωτάει αν “είναι όλα καλώς” σε γκρίκλις, του λέω “ναι, γιατί όχι;” και με μιας αδειάζω από την πρύμνη του καραβιού τα σωθικά μου. Τόσες μέρες εδώ μόνο δύο πράγματα κατάφερα, να κάνω έναν επιτυχημένο τριαντάρη με σίγουρη καριέρα να κιτρινίσει από τον πανικό του και εγω να πάθω ναυτία σε πισίνα.

    Δύο μέρες πριν την πτήση μου, το ρεπορτάζ δεν κλείνει εύκολα, ιδιαίτερα με την γκρίνια της Εύης που έδωσα ως πράξη καλής θέλησης στον κακόμοιρο τον Δαγκλή ό,τι υλικό είχα στη φωτογραφική μου και δεν πρόλαβα να ανεβάσω. Θα μπορούσα και έτσι όμως να τελειώσω το άρθρο και να φύγει η υποχρέωση, μα το μυαλό μου αρχίζει να σβήνει. Με πιάνω να κοιτάω το δάσος από το παράθυρο του δωματίου μέχρι να σκοτεινιάσει. Με ξυπνάει από το λήθαργο η πόρτα. Η Έμιλι ξέρει καλά να με βγάζει από τη δύσκολη θέση του να βρω κάτι να πω και με σέρνει ως την παραλία.

-Είσαι πολύ κακός όταν το θες

Τι να της πεις τώρα; Τα έχει τα δίκια της; Τα έχει.

-Δεν ξέρω πως να φερθώ απέναντι σου πια ρε Έμιλι, κατάλαβε με.

-Δεν μου αξίζει όμως αυτή η συμπεριφορά

-Το ξέρω. Και αν θες να ξέρεις χαίρομαι που σε βρήκα εδώ

-Αλήθεια;

Αλήθεια. Αλλά...

-Αλλά δεν το προτιμώ που είσαι εδώ. Δεν νομίζω να μου κάνει καλό να σε βλέπω. Δεν ξέρω πως θα μπορούσα να το κάνω να ακουστεί λιγότερο άθλιο, αλλά έτσι είναι

Προσπαθώ να της κρατήσω το χέρι να μη φύγει. Με το ζόρι δεν με ξεχέζει.

-Το κάνεις τόσο δύσκολο να σε εμπιστευτώ, το καταλαβαίνεις; Τόσο καιρό σε γνωρίζω και ακόμα δεν ξεχωρίζω πότε κάνεις πλάκα και πότε μιλάς σοβαρά.

Ούτε εγώ πλέον.

-Σοβαρολογώ. Δεν μου βγαίνει σωστό να παίζουμε τις συμπεθέρες όταν βλέπω τον βαψομαλλιά να σε αγγίζει

-Δεν είχες αυτό το πρόβλημα παλιότερα. Να σου θυμίσω ότι εσύ ο ίδιος δεν ήθελες δέσμευση και το έπαιζες βαρύ πεπόνι. Τι άλλαξε;

-Τίποτα

-Τα θες όλα δικά σου, όπως πάντα

-Και εσύ το ίδιο, μόνο που εγώ πρέπει να περιμένω να αποφασίσεις τι θες από εμένα

-Είσαι άδικος

-Είμαι ερωτευμένος

    Δεν μπορώ να τσακώνομαι μαζί της, ούτε εκείνη μπορεί. Για αυτό με την ώρα να περνά κολλάμε πια στις συλλαβές, τσεκάρουμε αν θα αντέξει ο άλλος αυτό που πάμε να πούμε για να μην πληγωθεί.

-Ξέρεις, πέθανε ο Γιώργος

-Λυπάμαι πολ-

-Όχι. Ξέρω ότι δεν λυπάσαι. Αλλά ζήσαμε τόσο καιρό μαζί και με επηρέασε

-Κάνεις λάθος. Δεν πέφτω σε τέτοιες μικρότητες

-Σε κυνηγούσα πόσες μέρες τώρα να σου μιλήσω και εσύ κρυβόσουν

Δύσκολο να έχω αισθανθεί πιο μαλάκας στη ζωή μου.

-Και πως βρέθηκες εδώ;

-Ο Γιώργος τα είχε παρατήσει τον τελευταίο καιρό με την υγεία του και δεν ήθελε να με έχει κοντά. Ήταν κάτι σαν τελευταίο δώρο

-Και είπες να σε παρηγορήσει ο κωλόγερος

-Μη με κάνεις να μετανιώνω που ήρθα να σε βρω. Σε παρακαλώ. Σε είχα τόσο ανάγκη

Την μισώ που μου το κάνει αυτό, όχι γιατί το κάνει επίτηδες αλλά επειδή πιάνει.

-Νομίζω πως πρέπει να κόψουμε επαφές, Έμιλι. Να ηρεμήσουμε και οι δύο


    Το πιστεύω αυτό, ξέρω ότι το πιστεύω, μα μου φαίνεται τόσο λάθος να το λέω φωναχτά και μάλιστα μπροστά της.

-Δεν μπορείς να μου το κάνεις τόσο εύκολο ρε γαμώτο

-Ποιο πράγμα;

-Δεν σκοπεύω να γυρίσω πίσω. Θα μείνω εδώ. Δεν θα ξαναβρεθούμε, το καταλαβαίνεις αυτό;

Κάτι κατάλαβα.

    Μία μέρα πριν την πτήση, έχω θαφτεί κάτω από το σεντόνι και την Έμιλι. Κοιτάω το μωβ έξω να ανοίγει απότομα σε μπλε με τις πορτοκαλί κηλίδες. Εκείνη παίζει με τα μαλλιά μου κι εγώ “κλειδώνω” πάνω της. Όλα δείχνουν ήρεμα- και λάθος. Μόνο που αυτή τη φορά δεν είναι ο άντρας της το θέμα, αλλά εγώ που νιώθω έτοιμος να πέσω από το παράθυρο.

-Μη με ξεχνάς. Αυτό μόνο, εντάξει;

Έτσι. Πάρε τη ψυχή μου και ποδοπάτησε την.

    Την χαιρετώ ζαλισμένος και με το στόμα μου να έχει στεγνώσει. Άγχος, χαρά, εξάντληση, όλα φτάνουν μέχρι πάνω και τα αφήνω στον διάδρομο πριν το ασανσέρ. Νιώθω τόσο άρρωστος που φέρομαι αλλόκοτα. Κλειδώνομαι στο δωμάτιο μου και κλαίω, δεν ξέρω για πόση ώρα. Με κόβει μόνο η ειδοποίηση στο λάπτοπ για μέιλ με την Εύη να μου κάνει τον σβέρκο ηλιοβασίλεμα από την κατσάδα. “Που είναι το άρθρο” και “που είναι το άρθρο”, στον πούτσο μου είναι. Το ρολόι δείχνει δέκα ώρες για την πτήση μου και εγώ πασχίζω να βάλω τις σκέψεις μου σε τάξη.

    Η ίδια μεσήλικη κυρία που με πήρε από το χεράκι στην άφιξη με περιμένει όλη χαμόγελο. Ανταποδίδω με ένα αξιολύπητο μειδίαμα. Την νιώθω να με σπρώχνει με τα χεράκια της να μπω στο σκάφος γιατί σέρνω σαν κακομαθημένο τα βήματα μου. Ελευθερώνω το κεφάλι από τη κάσκα για να αναπνεύσουν λίγο οι ενοχές μου, προσπαθώντας να καταλάβω πόσο σκατά τα έκανα, πόσο δειλός είμαι που έφυγα ή πόσο ηλίθιος που σκέφτηκα να μείνω για εκείνη.

    Δεν μπορώ να συνέλθω με τίποτα. Το μυαλό μου κουδουνίζει με τους επιβάτες της πτήσης αρχίζουν να στοιχίζονται γύρω μου. Πνίγομαι μέσα μου. Σφίγγω τα βλέφαρα μου μέχρι να θολώσουν όλα και να μην καταλαβαίνω τι συμβαίνει, ή έστω μέχρι να μπήξει μια αυστραλέζα παραπέρα τις φωνές και να φέρει την αεροσυνοδό για να με πάρουν να χορέψουμε συρτάκι μέχρι το μπάνιο. Ρίχνω λίγο νερό, κοιτάω το είδωλο μεχρι να μου φέρει αηδία, ξερνάω και βγαίνω.

    Καμιά διακοσαριά εκδρομόγριες γυρνούν τη ματιά τους πάνω μου. Άλλες ανήσυχες κι άλλες κοροϊδευτικές να περιμένουν να δουν που θα καταρρεύσω για να μην τους χαλάσω τη μόστρα. Ευτυχώς με πιάνει και με τραβάει η Έμιλι στη διπλανή θέση. Η Έμιλι. Έβγαλε εισιτήριο και φεύγει. Φεύγει. Άλλαξε γνώμη και φεύγει. Μαζί μου.

-Πρόσεχε. Είσαι καλά;

-Έμιλι, νομίζω σε αγαπά-

-Συγγνώμη

    Το πρόσωπο της παγώνει απότομα, σαν να είπα κάτι που την πείραξε. Χάνει τα στρογγυλά της μάγουλα, τις χαριτωμένες ελιές στο λαιμό της, τα μακριά μαλλιά της. Πανικοβάλλομαι που δεν ξέρω τι συμβαίνει και τινάζομαι πίσω. Παίρνει λίγη ώρα για να συνέλθω τελείως. Μένω να κοιτάω το κενό μέχρι να κοιμηθώ, νιώθοντας την ανάγκη να σκάψω μια τρύπα με τα νύχια μου το πάτωμα για να πηδήξω μέσα, γιατί τελικά δεν ήταν αυτή.

Δεν ήταν αυτή.

Δεν ήταν αυτή.




Και εγώ δεν ξέρω πως να συνεχίσω.

<Lindsheaven Virtual Plaza - Busan Sunset>