Δεν είχα καμία όρεξη να κάτσω ένα μήνα κλεισμένη σε ένα ο-θεός-να-το-κάνει σπίτι κάπου μετά το τέρμα του πολιτισμού και τη ψυχοπάθεια της μάνας μου.
Βλέπεις το στομάχι της αποδείχθηκε πολύ ευαίσθητο για να χωνέψει τις καταστάσεις. Και “Δεν παίζει θέμα”, είπα. “Μια μικρή κρίση είναι μόνο”, είπα. “Θα της περάσει”, είπα. E, δεν της πέρασε τελικά. Και μας κουβάλησε στο χωριό του μπαμπά για να “αλλάξουμε παραστάσεις” και να “γεμίσουμε τις μπαταρίες μας”. Κι ο μικρός κι εγώ μαζί, φυσικά. Όλοι μαζί να αλλάζουμε παραστάσεις και να γεμίζουμε τις μπαταρίες μας. Όκεϊ.
Δεν της κάηκε καρφί που είχαμε να πατήσουμε από τότε που εγώ ίσα που στεκόμουν στα δύο, ο μικρός είχε ηλικία μείον πέντε και ο μπαμπάς ακόμη ζούσε. Ούτε που είχε γίνει σκέτο ερείπιο την πείραζε (και δεν μιλάω μόνο για το σπίτι). Τα δοκάρια στη σκεπή ετοιμόρροπα, οι τοίχοι ξεφλουδισμένοι σαν καμένη πλάτη αλμπίνου, τα παράθυρα έτριζαν πριν τα ακουμπήσεις και τα κεραμίδια φιλοξενούσαν όλη την ιπτάμενη πανίδα του νομού. Αλλά το βιολί της αυτή. Και μαζί της ο μικρός, να έχει εκστασιαστεί που θα ζήσουμε, λέει, σε σπίτι με φαντάσματα. Έτσι λοιπόν θα έπρεπε για ένα μήνα να τον ακούω να μπερδεύει τα φαντάσματα με τους τζεντάι και τον Χάρι Πότερ ή γενικότερα να μου σπάει τα νεύρα όλη μέρα, ώσπου να τον λυπηθώ και να τον αφήνω να κοιμάται δίπλα μου τα βράδια γιατί χεζόταν πάνω του στην ερημιά που κουβαληθήκαμε.
Το σπίτι ήταν στο τέλος του χωριού, με μόνο μερικά χωράφια και ένα σπίτι να σφίγγουν το λεπτό οικοπεδάκι του πατρικού του μπαμπά σε μια μέγγενη φτιαγμένη από σκουριασμένα συρματοπλέγματα. Αριστερά ήταν το γκρεμισμένο εξοχικό μιας γριάς που άφησε χρόνους και κληρονόμους. Πίσω μερικά γυμνά χωραφάκια χωρίς κάτι να τα χωρίζει και δεξιά ένα διώροφο με πίσω αυλή, το τελευταίο σπίτι πριν το δάσος και το μόνο σπίτι που κατοικούνταν μόνιμα γύρω. Απέναντι, κάθε μέρα ένας μικρός πράσινος λόφος μας χαιρετούσε κάθε πρωί μπροστά από τον χωματόδρομο. Το μόνο παρήγορο σε αυτή την πληκτική μεριά της γης.
Γιατί οι γείτονες στα δεξιά δεν μας παρηγορούσαν καθόλου από άποψη ασφάλειας. Μπορούσες να φανταστείς ένα οποιοδήποτε διώροφο. Να το φανταστείς μέσα στην εξοχή, σχεδόν θαμμένο στις παρυφές του δάσους. Χάρμα δεν θα ήταν; Ε, αυτό το διώροφο ήταν το ακριβώς αντίθετο από αυτό. Όλο το σπίτι ήταν μια μουντή και πρόχειρη κατασκευή παρατημένη στην τύχη της, με μοναδική ένδειξη ζωής κάποιες πλαστικές καρέκλες σε μια θλιβερή βεράντα και ένα παρκαρισμένο αμάξι παράμερα της πίσω αυλής.
Δυσνόητη η σχέση που είχαν αυτοί οι άνθρωποι με τον μπαμπά. Φαινόταν να τον εκτιμούσαν αν και δεν ήταν προφανές για τι ακριβώς. Όμως ο μπαμπάς θα τους εμπιστευόταν για να αφήσει στη κοντοστούπα μάντρα που χώριζε τα οικόπεδα ένα μικρό πορτάκι από συρματόπλεγμα να ανοιγοκλείνει είτε με τον αέρα, είτε με τις απροειδοποίητες επισκέψεις των διπλανών για να μας φέρουν λαχανικά ή (φρέσκα σφαγμένο) κρέας που αναγκαστικά ανεχόμασταν (είχαμε φύγει ξαφνικά και τελείως χύμα). Οι καλοί Σαμαρείτες που μας τάιζαν ήταν ο κυρ Θωμάς, ένας βοσκός με καλά πατημένα τα “-ήντα” του, που έμενε μαζί με τους δυο γιους του και την αρραβωνιαστικιά του ενός, που από ό,τι μας είπε ήταν πάνω-κάτω συνομήλικη μου. Λες και δεν είχα αρκετά να με τρομάζουν εδώ, ήδη.
Με εξαίρεση την κοπέλα (που πετύχαινα από το παράθυρο του δωματίου μου), η φαμίλια δίπλα είχε ένα φοβερά βαρύ ιδίωμα και μια εντελώς ακατάλληλη άρθρωση που δύσκολα έβγαζε κανείς μας νόημα μαζί της. Ο μεγαλύτερος γιος Κώστας, άγαρμπος και σοβαροφανής αγριάνθρωπος, τις περισσότερες φορές σε βοηθούσε από τα συμφραζόμενα και μερικά νοήματα να καταλάβεις (ήταν ο μοναδικός που δούλευε στην πόλη σε ένα συνεργείο). Ο μικρός ο Μάκης από την άλλη, αρκετά μυώδης αλλά συνεχώς καμπουριαστός με μια ρετρό χαίτη και μια τεράστια συλλογή από χρωματιστά πουκάμισα, γελούσε ενώ μιλούσε και ώσπου να σταματήσει δεν μπορούσες να καταλάβεις αν σου είπε “ωραία μέρα σήμερα” ή αν έβηξε. Γλυκό παιδί. Τον έβρισκα κάποια βράδια στις σκιές να με κοιτάζει κρυφά να καπνίζω μπροστά στην αυλή.
Η κοπέλα μαζί τους λεγόταν Κατερίνα και πράγματι ζήτημα να ήταν πάνω από είκοσι χρονών, τα μισά χρόνια του Κώστα. Είχα τυπική επαφή μαζί της για να μας δώσει μπουκάλια με νερό που έφερε ο Κώστας από την πόλη (το νερό της βρύσης δεν πινόταν). Τα μαλλιά της ήταν σγουρά και καστανόξανθα, τα μάτια της γκρίζα και βαθιά, ενώ το αδύνατο κορμί της σε ξεγελούσε σε δύναμη. Ήταν ευγενική και έδειχνε ενδιαφέρον κάθε φορά που την προσέγγιζα για να σπάσω κάπως τον πάγο. Πάντα έλαμπε το πρόσωπο της σαν με έβρισκε στο παράθυρο ή στην βεράντα που καθόμουν για να πιάσω καμιά μπάρα σήμα. Μάλιστα από την πρώτη κιόλας μέρα μού έδωσε τον κωδικό του wifi (άγνωστο πως πέρασε γραμμή εκεί) και σταμάτησε το μαρτύριο που μετράω τα megabyte μου με το σταγονόμετρο για να κρατήσω στοιχειώδεις επαφές με τους φίλους μου ή την βασανιστικά ηλίθια ομάδα της σχολής μου πριν τρελαθώ. Έκανε τη διαμονή μου εκεί χιλιόμετρα καλύτερη, αλλά και πάλι ένιωθα πολύ αλλόκοτα όταν παρατηρούσα την Κατερίνα.
Ο κυρ Θωμάς είχε ζώα σε κάποια περιοχή μακριά από εδώ που (φυσικά και) δεν κατάλαβε κανείς μας που ακριβώς μας είπε. Στις πέντε το χάραμα που έφευγε με το τρακτέρ, έπαιρνε μαζί τον Μάκη, όπου έμεναν στο βουνό μέρα παρά μέρα, ίσως λόγω βενζίνης. Σε πιο ανθρώπινη ώρα έφευγε ο Κώστας για το συνεργείο με το αμάξι και η Κατερίνα έμενε ολομόναχη.
Ήταν κλεισμένη σχεδόν όλη ημέρα μέσα και με το ζόρι έφτανε ως την βεράντα μπροστά. Ήταν παράξενο. Κόντρα στη μελαγχολία που έσταζε διακριτικά από τα μάτια και τα ανθισμένα χείλη της, ήταν πάντα ντυμένη με κάτι γλυκά και ανάλαφρα φορέματα που έφταναν ως τα γόνατα ή τους μακρόστενους μηρούς της. Και είτε τραβούσε απαλά τα μαλλιά της στο πλάι ο αέρας, είτε τα μάζευε εκείνη πάνω για να μην την ενοχλούν, ήταν πραγματικά όμορφη. Μοντέλο σχεδόν, αλήθεια. Και κάθε φορά με καλημέριζε με αυτή τη βαθιά φωνή της ή με χαιρετούσε με μια κίνηση του λαιμού όσο καθόταν και διάβαζε κάτι μικρά βιβλιαράκια με το ραδιοφωνάκι ίσα-ίσα ανοιχτό στο τραπεζάκι δίπλα της. Εκείνη με το αρρωστημένα ποιητικό της βλέμμα, τα χρυσά μαλλιά της, τα υπέροχα φορέματα και το στυλ της. Εγώ με μούτρα λες και πάτησα σκατά, με μαλλιά που είχε καταστρέψει το νερό εκεί και ντυμένη σαν λέτσος με ένα λερωμένο τζιν σορτσάκι και μια μπλούζα αρκετά φαρδιά για να στρώσεις τραπέζι.
Όσο απελπιστικά αργά περνούσαν εκεί οι μέρες, άλλο τόσο δύσκολες ήταν οι νύχτες. Η μαμά άφηνε στην άκρη το αγνάντεμα του λόφου ή τις βαρετές δουλειές του σπιτιού και έκλαιγε στο μαξιλάρι ή έλυνε μανιωδώς σταυρόλεξα κοιτώντας τις λύσεις. Ο μικρός βαρέθηκε να με ενοχλεί ή να παίζει στο τάμπλετ και έβλεπε “κρυφά” τα τοπικά κανάλια που έβαζαν 090 και τσόντες μετά τις δώδεκα (ανάθεμα κι αν θέλω να ξέρω αν καταλάβαινε τι έβλεπε). Εγώ ήμουν απαρηγόρητη που το σήμα του ίντερνετ και το τρελοκομείο εντός με ανάγκαζαν να βγαίνω στην βεράντα παίζοντας τυφλόμυγα με καπνούς, χαρτάκια και φιλτράκια. Η πλήξη και τα νεύρα μου είχαν μπει στο μπλέντερ και το κοκτέιλ τους ήταν χειρότερο και από το νερό εκεί.
Αλλά τα βράδια που ο Μάκης δεν μπάνιζε τα χιλιοτσιμπημένα μπούτια μου γιατί έλειπε με τον κυρ Θωμά στο βουνό, δεν έλειπε μαζί τους ο θόρυβος. Ο Κώστας επέστρεφε συχνά πυκνά έχοντας κοπανήσει κάτι βαρέλια παραπάνω και γύριζε στο τέρμα το ραδιοφωνάκι στα κλαρίνα. Τραγουδούσε, χτυπούσε παλαμάκια και φώναζε. Φώναζε όμως, όχι αστεία, και ο λόφος απέναντι επέστρεφε τις κραυγές του με τρόπο που έκοβε μέχρι και την μαμά από τους λυγμούς της. Κρέμονταν τα αφτιά μας και η ψυχική μας υγεία μέχρι ο Κώστας να αρχίσει να βλαστημάει το ραδιοφωνάκι τόσο που να κλείσει. Και η ηρεμία γυρνούσε· για κανένα μισάωρο το πολύ. Γιατί ο Κώστας εκτός από τα κλαρίνα στη δια πασών συνήθιζε και να πηδάει με ανοιχτά τα παράθυρα.
Δηλαδή βρισκόμουν μόνη στου διαόλου τη μάνα, μαζί με ένα δεκάχρονο που έβρισκε τα πρώτα του ερωτικά σκιρτήματα, μια μεσήλικη που τα είχε απολέσει προ πολλού και τον Κώστα να ασθμαίνει σαν μηχανάκι με καύλες.
Δηλαδή άκουγες το ντιβάνι να τσιρίζει. Και δεν είμαι πουριτανή, κάθε άλλο, αλλά υπάρχει κάτι αγωνιωδώς αμήχανο στο να ακούς καθαρά και ξάστερα σεξ με την οικογένεια σου μαζί. Και αυτό το πράγμα σε συνδυασμό με τα κλαψουρίσματα της μάνας μου ή τον δήθεν κοιμισμένο μικρό, γέμιζε το κεφάλι μου κάθε φορά και με περισσότερα νεύρα. Και τα παντζούρια να έκλεινα, το ίδιο έκανε. Τα αγκομαχητά του Κώστα που έπαιζαν έξω από το δωμάτιο έφερναν σε δύσκολη θέση ολόκληρη την ύπαρξη μου, ώσπου το ντιβάνι να βγάλει επιτέλους τον σκασμό για να πάρει τη σκυτάλη ένας δέκα φορές πιο θορυβώδης καβγάς ανάμεσα στην Κατερίνα (που πριν δεν ακουγόταν καθόλου) και τον επιβήτορα. Εκεί ήταν που έπρεπε πραγματικά να χτίσω τα παράθυρα με τούβλα για να κοιμηθώ.
Οι τσακωμοί των δικών μου έχουν μείνει ανάγλυφοι στη μνήμη μου, αν και δεν ήταν τόσοι πολλοί μετά τη διάγνωση του μπαμπά με καρκίνο στο πάγκρεας. Θυμόμουν τον φόβο που είχα κλεισμένη στο δωμάτιο μου, όσο τους άκουγα να σπάει ο ένας τη φωνή του άλλου με βαριές κουβέντες. Θυμάμαι επίσης την αγωνία που είχα όταν δεν τους άκουγα πια, γιατί νόμιζα πως ο μπαμπάς μου την είχε πνίξει μες στη θολούρα του ή η μαμά είχε χτυπήσει τον μπαμπά στο κεφάλι με ένα τασάκι κατά λάθος. Όπως και τότε, κουβαλούσα τώρα την ίδια αγωνία. Ευχόμουν να συνεχίσουν να ακούγονται, να γκρινιάζουν, να ουρλιάζουν μέσα στη νύχτα. Γενικά οι καβγάδες των δικών μου και ο Κοκκινόπουλος έχουν διαλύσει την παιδική μου ηλικία ανεπανόρθωτα.
Όπως και με τους δικούς μου, έτσι και με τους διπλανούς άρπαζα με το αφτί λέξεις μέσα στο σωρό και τις ένωνα σε ένα παζλ για να βγάλω το συμπέρασμα (που παλιότερα ήταν το ποιος θα με πάρει όταν οι δικοί μου χωρίσουν εξαιτίας μου). Η Κατερίνα έλεγε με ήρεμη φωνή πως δεν άντεχε άλλο τον εαυτό της στο σπίτι. Ήθελε να ξεφύγει, χωρίς να λογαριάζει τον αρραβώνα. Εκείνος με τη σειρά του γάβγιζε ασυναρτησίες και απειλούσε πως αν βγάλει έστω και το πόδι της έξω, θα την έστελνε πίσω στην θεία και τον μπάρμπα της. Την έβριζε, την μείωνε και την έβρεχε ξανά και ξανά με την ίδια απειλή. Και έτσι μέσα μου άρχισε να δεσπόζει κάποιος ανεξήγητος τρόμος για εκείνη. Πραγματικά ανησυχούσα για μια σχεδόν άγνωστη φυλακισμένη σε ένα τσιμεντένιο τσαντίρι στην άκρη του κόσμου. Έτρεμα για την τύχη μιας Κατερίνας που μαράζωνε λίγο έξω από το δάσος ενός χωριού που ακόμα και οι χάρτες προσπερνούν. Δεν είχε κλείσει χρόνος από τον θάνατο του μπαμπά και το μυαλό μου ήταν σε μια μικρή που μια μέρα το είχε σκάσει από το σπίτι γιατί η θεία της την ξυλοφόρτωνε τα πρωινά και τα βράδια ο μπάρμπας της έβαζε χέρι.
Κάθε επόμενο πρωί το παζλ συμπληρωνόταν κι από λίγο. Δίσταζα ακόμη και να βαδίσω από εκείνη τη μεριά του οικοπέδου. Η αμηχανία από τα βραδινά σόου δίπλα δεν έφευγε, όσες φορές και να ξημερώσει, όσα τσιγάρα και να σβήσω στις μυρμηγκοφωλιές που έβρισκα στο χώμα για να ξεφύγει το μυαλό μου. Μα κάθε φορά κατασκήνωνα έξω από το παράθυρο του δωματίου μου, γιατί το σήμα του wifi δεν έφτανε μέσα και αυτές οι δόσεις δράματος με έκαναν να ξεφεύγω κάπως από την ανία που με έπνιγε. Έλα όμως που η παράνοια αυτή φούντωνε κάθε φορά που κοιτούσα την Κατερίνα. Αυτό το αυθόρμητο χαμόγελο που χάριζε κάθε φορά, αυτό που φώτιζε το υπέροχο φακιδωτό πρόσωπο της, ήταν βουτηγμένο όλο και περισσότερο μέσα στην πίκρα. Και εγώ, σαν σωστό μαλακισμένο, καθόμουν απέναντι της σαν να μην συμβαίνει τίποτα για να κλέψω λίγο ίντερνετ.
Οι μέρες περνούσαν. Η μαμά δεν τα πήγαινε καλύτερα, αν και οι διακυμάνσεις της είχαν εκλείψει. Ήταν σε μια κατάσταση που δεν μπορούσα να την βοηθήσω αν δεν το ήθελε εκείνη· και δεν το ήθελε. Ο μικρός είχε κοντέψει να λαλήσει που δεν είχε κάποιον να ασχοληθεί μαζί του, γιατί δεν του έδινα προσοχή και η προεφηβεία τού χτυπούσε την πόρτα κάνοντας τον πολύ πιο σπαστικό από ό,τι είναι στην πραγματικότητα. Ήμουν σε αδιέξοδο, χωρίς να έχω κάπου να ξεσπάσω και χωρίς ιδέα πως να γλιτώσω την Κατερίνα.
Και έβλεπα τα δόντια της να σφίγγουν λίγο-λίγο. Οι αντοχές της έσβηναν. Τα όμορφα φορέματα, τα φλεγόμενα μαλλιά και το ραδιοφωνάκι της δεν έκρυβαν άλλο τις βαθιές ανάσες που έκαιγαν το στήθος της. Ήταν σαν ένα ζώο άγριο και υπέροχο η Κατερίνα, που είχε ξεγελαστεί για να μείνει αλυσοδεμένο βάναυσα σε έναν πάσσαλο. Και αυτό το χαμόγελο της πια μου ξερίζωνε τη καρδιά. Για αυτό μάζεψα όσο θάρρος είχε κάτσει κάτω, το κατέβασα άσπρο πάτο και άρχισα να της μιλάω. Χωρίς νεύματα ή άβολες ψιλοκουβέντες.
Ήταν συναρπαστικό. Κανείς δεν θα μπορούσε να με καταλάβει. Η Κατερίνα ήταν έξυπνη, πραγματικά έξυπνη και πνευματώδης. Ήταν μια όαση κανονικότητας στην έρημο του παραλόγου που ήμασταν θαμμένες. Ήταν τόσο χορταστικό να την ακούς και να την βλέπεις και αυτή τόσο διψασμένη να τα πει κάπου. Έβλεπες την όρεξη, τον ενθουσιασμό της στις μικρές μας συζητήσεις στα γκρίζα μάτια της. Άκουγε ανυπόμονα και μιλούσε λαίμαργα, αλλά πως να θυμώσεις μπροστά σε τέτοια ανέλπιστη χαρά; Γιατί φαινόταν πραγματικά χαρούμενη και με παρέσερνε μαζί της τόσο που εγώ ξεχνούσα την μάντρα ανάμεσα και εκείνη τον πάσσαλο της.
Και την κάλεσα στο σπίτι για έναν καφέ. Αλλά δεν μπορούσε, είπε. Ήταν το έξω για εκείνη, και δεν γινόταν να το φτάσει. Δεν μου εξήγησε γιατί, αλλά έκανα πως καταλάβαινα. Για αυτό αρκέστηκα να μιλάμε κάθε φορά κι από λίγο από την μάντρα, όσο τάιζε μερικά γατάκια με αποφάγια και νερωμένο γάλα.
Η Κατερίνα είχε κλείσει τα εικοσιένα μερικές εβδομάδες πριν. Δεν είχε συγγενή εδώ, γεννήθηκε και μεγάλωσε στο Περιστέρι. Οι γονείς της πέθαναν όταν πήγαινε δημοτικό και το κράτος την πάσαρε στους θείους. Η ζωή με αυτούς, με τα μισόλογα που εντέχνως άφηνε να αιωρούνται, ήταν εφιάλτης σκέτος και πριν καλά-καλά τελειώσει το γυμνάσιο τα όρια της εξαντλήθηκαν. Το έσκασε με κάτι δεκάρες για το τρένο μέχρι να την βρει το τρακτέρ του κυρ Θωμά και να την μαζέψει. Πίστεψε πως θα την βοηθούσαν να ορθοποδήσει για λίγες μέρες, αλλά δεν πήγε έτσι. Ήταν πολύ μικρή, έλεγαν, και δεν μπορούσε να τρέχει από εδώ κι από 'κει. Για αυτό θα έμενε εδώ για όσο χρειαζόταν. Όμως το χωριό θα άρχιζε να μιλάει. Έτσι η Κατερίνα μπήκε σε πλειστηριασμό και κατοχυρώθηκε στον Κώστα, που την έκλεισε στο σπίτι από ζήλεια. Η φάρσα αυτή ονομάστηκε αρραβώνας για να ανήκει και “επίσημα” σε αυτό τον άνθρωπο, με τις ευλογίες της φαμίλιας. Η Κατερίνα ανέπτυξε έτσι τον φόβο της. Ήταν κρατούμενη με τον φύλακα να απολαμβάνει νύχτα παρά νύχτα τη σύλληψη της στο ντιβάνι. Εκείνη το υπέφερε πικρά, αλλά το υπέφερε. Και υποσχόταν στον εαυτό της πως κανείς δεν θα μπορέσει να την κρατήσει για πολύ ακόμα εδώ. Το παζλ μου είχε πια ολοκληρωθεί και ήταν αποκρουστικά σκληρό.
Η θέση μου είχε δυσκολέψει τρομερά. Η ιστορία αυτή εξελισσόταν μπροστά μου και εγώ έριξα το κεφάλι μου σε κάτι που μέχρι πριν λίγο δεν με αφορούσε. Ή με αφορούσε από την στιγμή που πάτησα το πόδι μου. Δεν ξέρω. Θέλω να πω, εκεί στο Κωσταλέξι αντίστοιχα σίγουρα οι γείτονες είχαν μια ιδέα και κάποια επιλογή να κάνουν, και όλοι διάλεξαν το ίδιο· να μην ανακατευτούν. Και βρισκόμουν τώρα, χρόνια μετά, πάνω στην ίδια επιλογή. Να ανακατευτώ σε κάτι άδικο και αποτρόπαιο για μια ψυχή που δεν ξέρω αν θέλει η ίδια να σωθεί; Ή να κάτσω στην άκρη μέχρι να φύγω για να μη με αφορά πια;
Γιατί με κάθε δύση του ήλιου, κάθε κραυγή του δύστυχου ντιβανιού και κάθε ψυχοφθόρο κατσάδιασμα της Κατερίνας, η κρίση μου θόλωνε. Και ναι, και τώρα και τότε γνώριζα ποια είναι η σωστή επιλογή, δεν είμαι ηλίθια. Όμως κανείς σας δεν γεννήθηκε ήρωας για να τολμήσει να κρίνει. Διότι αν εσείς βλέπετε τώρα το δίλημμα σαν αράζετε τον κώλο σας, εγώ βρισκόμουν όλο και πιο κοντά, αντιμέτωπη με αυτό κάθε λεπτό κάθε μέρας. Και η σύγχιση μου δεν ήταν φτιαγμένη από ηλίθιες ηθικολογίες κάποιου κακογραμμένου ρόλου του Χόλιγουντ, μα από ατόφιο πανικό.
Η διστακτικότητα μου έκανε το ημερολόγιο να βουλιάζει όλο και πιο πολύ μέσα στον Αύγουστο. Ο χρόνος μου χανόταν και τίποτα δεν με διευκόλυνε. Ο μικρός με την ανυπόφορη γκρίνια του για την Αθήνα και το playstation είχε σπάσει το φράγμα της χριστοπαναγίας και η μαμά στεκόταν σταθερά μέσα στην μανιοκατάθλιψη που δεν την άφηνε να “γεμίσει της μπαταρίες της” ή να “αλλάξει παραστάσεις”. Για αυτό γυρνούσα το σπίτι ή καθόμουν σκυθρωπή στη σπαστή καρέκλα μου με το τελευταίο ανορεξικό τσιγάρο που μου έμεινε να στρίψω όσο έβλεπα βίντεο με συνταγές στο fb για να ξεχαστώ. Μου είχε στοιχίσει που την προτελευταία μέρα σχεδόν παρακάλεσα την Κατερίνα να πάμε μια βόλτα μαζί, έστω στο δάσος για να μπορέσω να την αποχαιρετήσω και μου αρνήθηκε περίεργα για άλλη μια φορά. Μου είπε πως δεν γίνεται να μπει εκεί μέσα, αν υπάρχει έστω ένας που θα πάει την βγάλει από εκεί.
Η μαμά είχε την φαεινή ιδέα να φύγουμε τα ξημερώματα για να αποφύγουμε την κίνηση. Μαζέψαμε τα μίζερα μπαγκάζια μας και τα φορτώσαμε μίζερα σε ένα πορτ μπαγκάζ ενός μίζερου Citroen δεκαετίας για να λαγοκοιμηθούμε σαν καλόγεροι ως τις τέσσερις παρά.
Αλλά δεν γινόταν να τελειώσει έτσι μια ιστορία σαν αυτή.
Το σόου δίπλα, ειδικά και μόνο για το τελευταίο βράδυ μας, είχε πηδήξει μερικές σκηνές και ξεκινούσε ακριβώς πριν την αυλαία. Η σπασμένη φωνή της Κατερίνας δεν περιείχε πια την αναιδή σιγουριά που απέκρουε επιδέξια τις εκρήξεις του Κώστα, που μετέδιδαν τον θυμό του από το λαρύγγι στα άκρα. Και ξεσπούσε πάνω σε έπιπλα, σε τοίχους και ό,τι άλλο έπιανε η ματιά του. Όλα αναστέναζαν άψυχα με τη σειρά τους, μέχρι ένας βαθύς κρότος διαπέρασε το παράθυρο μου. Η ματιά του είχε πιάσει την Κατερίνα.
Πετάχτηκα άτσαλα πάνω και πήδηξα την διαδρομή μέχρι την πόρτα. Γλίστρησα έξω με την ανησυχία να μου ξεχειλίζει το κεφάλι και στραμπούλιξα το πόδι μου στη γωνία του σπιτιού για να δω κρυφά. Η Κατερίνα είχε πέσει στο πλάι κρατώντας το λαιμό της κάτω από το λαμπτήρα της αυλής. Ο Κώστας, αναψοκοκκινισμένος και εκτός ελέγχου, ούρλιαζε και βλαστημούσε πάνω της με μανία σαν να ήταν ένα κομμάτι κρέας, ένα ζώο που τόλμησε να αψηφήσει τον πάσσαλο και το αφεντικό του. Εκείνη δεν έκλαιγε, μόνο κατάπινε πικρά τις ανάσες της. Ήταν παραδομένη μπροστά του και το μόνο που της είχε μείνει σαν όπλο ήταν αυτό το κομμάτι αέρα που τους χώριζε. Η ζυγαριά του διλήμματος μου είχε πια γείρει.
Τα μουδιασμένα μου βήματα στα αγριόχορτα με πρόδωσαν στο κτήνος που μέχρι πριν δεν μπορούσε να με ξεχωρίσει. Το βλέμμα του είχε κλειδώσει επάνω μου. Περιεργαζόταν τρόπους να με σπάσει μέσα στα φλεβώδη χέρια του, το ένιωθα. Η ράχη μου πάγωσε και το μόνο που μπορούσα να σκεφτώ ήταν πως αν ήταν να κάνω κάτι, έπρεπε να το είχα κάνει ήδη. Με τα ασταθή βήματα του μεθυσμένου κτήνους να το φέρνουν όλο και πιο κοντά στο πορτάκι και το μέρος μου, κατάλαβα. Είχα χάσει. Είχα χάσει και για τις δυο μας.
Αλλά τα βήματα του κτήνους σταμάτησαν πριν με πιάσει. Η Κατερίνα είχε χώσει ένα ψαλίδι ακριβώς πάνω στον σβέρκο του και το έκανε να σκυλιάζει πνιχτά ενώ πότιζε με σκούρο αίμα το τσιμέντο. Πέρασα το πορτάκι και πήδηξα πάνω του. Τον γύρισα ανάσκελα και άνοιξα το ψαλίδι για να το μπήξω πάνω στη στο στέρνο, το λαιμό και τα μάτια του τόσες φορές που να χάνεται μόνο του μέσα.
Ο πανικός μου έσβησε απότομα και με έσπρωξε παραπέρα, όσο η Κατερίνα με αναπνοή έτοιμη να κοπεί άφησε το βλέμμα της από το κτήνος για να δει τα γυμνά πόδια της μέσα στο αίμα, αλλά χωρίς αλυσίδα σε κάποιο πάσσαλο. Ήταν έξω πια. Χαμογέλασε πλατιά και με δυσκολία μου ψέλλισε κάτι που έμοιαζε με “σ' ευχαριστώ”, πριν την χάσω. Έτρεξα μέχρι τον χωματόδρομο για να την δω ήρεμη να βαδίζει προς το δάσος μέχρι να την καταπιεί. Μουρμούρισα χαμένα ένα “κι εγώ” και γύρισα θολωμένη μέσα, σβήνοντας τη λάμπα της αυλής και σπρώχνοντας το πορτάκι πίσω μου.
Κλείδωσα μια φορά, είπα ότι δεν ήταν τίποτα και έπεσα για ύπνο, με την ελπίδα ότι το άλλο πρωί και όλα τα επόμενα δεν θα άνοιγε ποτέ ξανά το ραδιοφωνάκι.
ΤΡΕΞΕ ΤΡΕΞΕ ΤΡΕΞΕ
<Keep Shelly In Athens ft Ocean Hope - Now I'm Ready>