18.1.19

Σαβόρι


-Και για που το βάλαμε, πατριώτη;

-Γέμισε το.

-Ταξιδάκι, Νίκο; Ταξιδάκι;

    Ένα “ποιος σε χέζει και 'σένα τώρα ρε μαλάκα” φτάνει μέχρι τα χείλη μου αλλά υπενθυμίζω στον εαυτό μου ότι δεν πρόκειται να γλιτώσω από την αδιακρισία του γιου του βενζινά ακόμα κι αν πάρω την αντλία από το ντεπόζιτο για να την χώσω στο στόμα του.

-Μια βουτιά μωρέ, έτσι για το γαμώτο. Η παραλία εδώ είναι φίσκα και ώσπου να φτάσω στην άλλη ακτή πιο πάνω θα 'χει πέσει ο ήλιος.

-Και πολύ καλά θα κάνεις, Νικολάκη. Εμείς εδώ λιώνουμε, Σεπτέμβρη μήνα πατημένο, στη δουλειά. Γάμησε τα.

-Ε δεν το βλέπω νομίζεις;

    Πριν μπω να ψηθώ στον φιατάκι μου και σηκωθώ να φύγω μακριά από το στόμα του που ψοφάει για κουτσομπολιό, θυμάμαι ότι αναγκάζομαι να πέσω στην ανάγκη του. Είναι η τρίτη μέρα που κανείς στην πόλη δεν έχει τηλέφωνο και κανείς δεν ξέρει γιατί. Του δίνω την συχνότητα που θα ακούω στον ασύρματο για να ειδοποιήσει την Σοφία αν τυχόν πάθω τίποτα. Αμφιβάλλω αν άκουσε έστω τα μισά από ό,τι του είπα αλλά φροντίζει να με καθυστερεί διψώντας για πάρλα, μονολογώντας για “αυτά τα διαόλια τα τηλέφωνα που θέλουν τώρα να τα κάνουν και κινητά” και ρωτώντας απ’ έξω απ’ έξω για αυτό που ακουγόταν από προχθές.

-Έλα ρε Νίκο θηρίο! Να σου ζήσει άρχοντα μου, γερό και δυνατό. Επιτέλους και 'συ να ξεκινήσεις οικογένεια!

    Δεν ξέρω αν ξέχασε ή κάνει ότι ξέχασε τον μικρό τον Τίτο για να καλαμπουρέψει. Δεν τον ξεσυνερίζομαι, όλοι λίγο πολύ τον έχουν για μαλάκα έτσι και αλλιώς. Κι εγώ που έρχομαι χάρη στον πατέρα του για αυτό δεν μπορώ να πω καμιά κουβέντα παραπάνω ή να τραβήξω τη χερούκλα του από την πόρτα για μην του την φάω στο κλείσιμο.

    Έχει πάει πέντε και η παραλιακή αδειάζει σιγά σιγά. Το φιατάκι αγκομαχά γλυκά όσο τσουρουφλίζεται από τον ήλιο που πετάει ήσυχα πάνω από τα νερά τέρμα δεξιά μου. Ξεσήκωσα στο ράδιο ένα σταθμό που είχα πετύχει με πιο παλιά τραγουδάκια πνιγμένα στα παράσιτα που δεν μπορώ να βάλω με τον μικρό και την Σοφία στο αμάξι γιατί τους φέρνουν ημικρανία και τροφή για γκρίνια. Οι νότες σταματούν επιτέλους τα χέρια μου από το στραγγάλισμα του τιμονιού και τσεκάρω χαλαρός από τον καθρέφτη πίσω μην ξέχασα τη τσάντα με το μαγιό ή το στάνταρ ληγμένο αντηλιακό μου. Ίσα που φαίνεται μέσα σε τόσα μισοάδεια μπουκαλάκια νερού και άλλα συμπράγκαλα από την τελευταία φορά που πήγαμε εκδρομή όλοι μαζί. Δεν θυμάμαι πότε ήταν, όμως δεν πέρασε πολύς καιρός για να είναι το πίσω κάθισμα μέσα στην άμμο από τα πόδια του Τίτο γιατί “τον τσιμπάνε οι σαγιονάρες”. Μα τω θεώ δεν θα το καταλάβω ποτέ αυτό το παιδί.

    Πρέπει να μου πήρε κι ένα λεπτό γεμάτο-γεμάτο για να καταλάβω ότι το ραδιόφωνο άλλαξε τραγούδι. Και τι τραγούδι, έπρεπε το αρμόνιο και τα βαριά ντραμς να μου κλωτσήσουν το κεφάλι πίσω στο μουλιασμένο μου κάθισμα για να βρεθώ στα καλά καθούμενα πίσω στη δουλειά, στο παλιό το μαγαζί με τα έπιπλα που ήμουν τότε, την ώρα που πήρε η Σοφία να μου πει ότι έσπασαν τα νερά. Τα ζιγκ ζαγκ του δρόμου γύρω από τις κορφές μάς αποχαιρετούν και ανοίγομαι λίγο παραπάνω στην ευθεία. Το χρυσαφί του δρόμου με γαργαλάει στα μάτια και τα γαλαζοπράσινα νερά παραβγαίνουν μαζί μου σε όλη την διαδρομή- καμία σχέση με τότε που ήμουν σε κατάσταση αμόκ και έβραζε το αίμα μου από την αγωνία. Δεν με χωρούσε το αμάξι (καινούριο τότε, ατρακάριστο, κουκλί σκέτο) ως το σπίτι κι ύστερα πάλι μες στη κίνηση, πελαγωμένος από τα βογγητά της Σοφίας που ακόμα κουδουνίζουν στα αφτιά μου. Να τρέχουμε μέσα στον καύσωνα για τα επείγοντα με την ψυχή στο στόμα μη σκάσει μύτη ο Τίτο στο πίσω κάθισμα. Ακόμα υπάρχει το σημάδι που έξυσα τη πόρτα του συνοδηγού μπαίνοντας στο νοσοκομείο. Ακόμα θυμάμαι τα καντήλια που έριξα όταν το πρόσεξα μετά.

“Νίκο, πάμε πίσω”.

“Τι είναι αυτά που λες; Φτάσαμε”.

“Φοβάμαι, Νίκο. Πάμε σπίτι. Σε παρακαλώ”.

“Δεν υπάρχει λόγος να φοβάσαι, τα ξανάπαμε. Τον φάγαμε τον γάιδαρο”.

“Δεν θέλω να το χάσω. Δεν θα το αντέξω πάλι”.

“Όλα θα πάνε ρολόι, Σοφία. Στο υπόσχομαι.”.

    Μπορεί να μην τα είπα πράγματι έτσι. Δεν θυμάμαι καν αν αυτά που έλεγα έβγαζαν νόημα. Εγώ να ουρλιάζω σαν τρελός σε γιατρουδάκια και νοσοκόμες και εκείνη να περιμένει μέσα στον πόνο της με ένα βλέμμα γεμάτο τρόμο που σου τρυπάει την ψυχή. Πρόλαβα πριν την πάρουν να πιάσω στο μάγουλο ένα φιλί της αλμυρό από τα δάκρυα και έτρεχα να τους προφτάσω για να ανέβουμε και οι δύο επάνω μαζί για να κατέβουμε στο τέλος μαζί και οι τρεις μας.

    Ο εκφωνητής στριμώχνει τη βραχνή και μονότονη φωνή του στο τέλος του τραγουδιού για να πει τίτλο και τραγουδίστρια αλλά που μυαλό να ακούσεις. Τα δάχτυλα μου έχουν αραχνιάσει γύρω από το τιμόνι και ο υπόλοιπος στέκομαι κάθιδρος χαζεύοντας τον χωματόδρομο που βράζει στο βάθος. Πάντα και τέτοιο παθαίνω. Και την ίδια την Σοφία να έχω δίπλα μου να μου πει ποιο τραγούδι είναι πάντα στο τέλος αδυνατώ να το συγκρατήσω. Έρχεται, βλέπεις, και κρέμεται πάνω στα βλέφαρα μου η εικόνα που μπαίνω σπίτι κρατώντας τον Τίτο στα χέρια μου σαν φραντζολάκι με την μάνα του. Εκείνη να κλαίει τώρα από συγκίνηση και εγώ να χαμογελάω αμήχανα όλη την ώρα. Να έχω στο ένα χέρι την Σοφία και στο άλλο τον Τίτο πάνω στον χαλασμένο καναπέ που ακόμα χωρίζει το σαλόνι στα δύο. Όλη η αβεβαιότητα, όλη η αμφιβολία αν θα τα καταφέρω για ένα ανθρωπάκι που χωράει στις χούφτες μου, να μου τρυπάει το μυαλό- πιο γλυκά τότε, πιο ανησυχητικά σήμερα.

    Ο γιος του βενζινά δεν απαντά στον ασύρματο όταν προσπαθώ να δω μέχρι που πιάνει το σήμα αλλά αποσυντονίζομαι αρκετά για να χάσω τη στροφή για την παραλία. Δεν πειράζει λέω, θα γυρίσω πίσω να την βρω. Έλα όμως που ο δρόμος μπροστά έχει σβηστεί απ’ την άμμο. Ούτε άσφαλτος, ούτε τίποτα από εδώ και πέρα. Βγάζω έξω το ψημένο μου κρανίο και αντικρίζω τα ακίνητα ροζ κύματα της άμμου να απλώνονται μέχρι εκεί που φτάνει το μάτι. Εκπλήσσομαι που ακόμα φαίνεται η Όστια από τον καθρέφτη όμως δεν αναγνωρίζω που ακριβώς έχω φτάσει και το φιατάκι έχει πατήσει για τα καλά μέσα στην άμμο. Παίρνω τη θάλασσα που μετά βίας φαίνεται στα δεξιά μου για μπούσουλα και γυρίζω το κλειδί. Μπαίνω μερικά μέτρα πιο βαθιά αλλά οι ρόδες στριγκλίζουν σκάβοντας τον λάκκο τους. Πλέον ούτε μπρος τραβάει να πάω, ούτε πίσω τολμάω να γυρίσω- χώρια η φασαρία που άφησα στο σπίτι ξεκινώντας για μια βουτιά. Η Σοφία δεν θα αρκεστεί να μου γκρινιάζει για την αναισθησία μου αυτή τη φορά, μετά την είδηση της εγκυμοσύνης. Δεν ξέρω τι να της πω. Δεν ξέρω τι άλλο θέλει από εμένα. Δεν ξέρω αν καταλαβαίνει σε τι κατάσταση είμαι για να μου ζητάει να είμαι πιο “ανοιχτός” μαζί της δίχως να καταλαβαίνει ότι έτσι θα πάρει η μπάλα και αυτή και το παιδί και όλους- ακόμη και τον γιο του βενζινά με το νεράκι του Θεού που τολμάει να πουλάει για βενζίνη.

    Δεν υπάρχει χιλιοστό επάνω μου που γλίτωσε από την άμμο ενώ οι παλάμες μου έχουν λιώσει από το σπρώξιμο. Χτυπιέμαι ξανά και ξανά σαν το σκυλί να βγάλω το φιατάκι από τις γούβες και ζήτημα να έχει τσουλήσει δέκα μέτρα. Συνεχίζω να σπρώχνω τόσο άτσαλα που βυθίζομαι ως το γόνατο. Με το ζόρι μπορώ να βρίσω σαν άνθρωπος την τύχη μου έτσι που σφίγγω τα δόντια και απελπίζομαι που οι αντοχές μου με αφήνουν- όχι μόνο τώρα, γενικότερα. Ξεσπάω σαν κακομαθημένο με τη δύναμη που περίσσεψε στις γροθιές μου μέχρι να χτυπήσω στο βούλιαγμα της κλειδαριάς της πίσω πόρτας. Ανοίγω ελπίζοντας να βρω μπουκάλι με νερό μέσα αλλά τζίφος, μόνο ένα σακίδιο πλάτης βρίσκω με άτακτα χωμένα κάτι βρακιά, φανέλες και ρούχα πρόχειρα. Όλα άσχημα, όλα παλιομοδίτικα, δικά μου. Τόσο είτε προνοητικός είτε κωλόφαρδος δεν πρέπει να ήμουν ποτέ στη ζωή μου.

    Απεγκλωβίζομαι από πουκάμισο και φανελάκι και τα πετάω μέσα να στεγνώσουν για να φορέσω ένα από τα λιωμένα κοντομάνικα στο σακίδιο που ταιριάζει γάντι παντού εκτός από τη μπάκα μου. Σκύβω να δω αν τελικά την έβαλα σωστά και ήταν όλα μια χαρά, απλά φόρεσα τη λάθος μπλούζα. Εκείνη με τις γαλάζιες ρίγες.

    Όλη τη μέρα έτρωγα τα νύχια μου κοιτώντας το ρολόι να γυρνάει. Ανυπομονούσα και συνάμα ευχόμουν κάτι να τύχει για ν’ αναβληθεί. Είχα πάρει άδεια από τη δουλειά για να μπορώ να έχω κρίση δύσπνοιας με την ησυχία μου όλο το πρωί. Έσκυβα στον καθρέφτη του μπάνιου και πρόβαρα τα λόγια που είχα σημειώσει ξανά και ξανά. Βλαστημούσα, αυτοσχεδίαζα και στο τέλος τα παρατούσα. Όταν επιτέλους νύχτωσε η Σοφία ήρθε και με βρήκε, λίγο αργοπορημένη μα σκέτη πριγκίπισσα, δίπλα στην πιάτσα των ταξί που την περίμενα με αυτή τη χαζή μπλούζα με τις γαλάζιες ρίγες που μισούσε και καλά για ξεκάρφωμα, για να μοιάζει με ένα οποιοδήποτε ραντεβού. Φυσικά το είχε μυριστεί και ανέχτηκε εμένα και την μπλούζα μου καθ’ όλη τη διαδρομή του τραμ ως την παραλία όπως ανέχτηκε τα βότσαλα στους κώλους μας πριν διακόψω όπως-όπως το ιστορικό του τσακωμού με τη μάνα της για να ξεθάψω δήθεν από την άμμο το δαχτυλίδι.

“Κάνεις πλάκα τώρα; Γιατί δεν είναι αστεία αυτά τα πράγματα ξέρεις”.

“Το ξέρω”.

“Είναι ψεύτικο; Πες μου την αλήθεια Νίκο”.

“Βάλτο και πες μου”.

“Το καλό που σου θέλω να είναι μην είναι πάλι καμιά κρυάδα γιατί στο λέω σηκώνομαι και φεύγω”.

    Και το ‘βαλε, και το χάρηκε, και με αγκάλιασε και σηκώθηκε και έφυγε μαζί μου για το σπίτι που έμενε τις μέρες που τσακωνόταν με τους δικούς της. Ακόμα θυμάμαι το γέλιο της κάθε φορά που έπεφτε το δαχτυλίδι από το χεράκι της. Ακόμα θυμάμαι το ποτάμι ιδρώτα που με έλουζε το επόμενο πρωί με εμένα κολλημένο επάνω της, να χαζεύουμε τις πολυκατοικίες απέναντι να λαμποκοπούν από τις αχτίδες του ήλιου. Με ρωτούσε πως θα τα καταφέρναμε μαζί. Την καθησύχαζα λέγοντας ότι θα κάνω τα αδύνατα δυνατά για εκείνη, για εμάς. Ότι θα κάνω ό,τι χρειαστεί για να μην κολλήσουμε στα ίδια που ήμαστε. Ότι δεν θα γίνουμε γέροι πριν την ώρα μας, δεν θα λιώσουμε στα γραφεία, αλλά θα καβαλάμε το πρώτο πλοίο, το πρώτο τρένο, οτιδήποτε και θα γυρίζουμε τον κόσμο. Εκείνη χαχάνιζε και μου ‘λεγε “μωρέ πάμε οπουδήποτε αλλά τώρα πήγαινε πιο εκεί γιατί δεν με χτυπά ο ανεμιστήρας” γιατί τέτοια εποχή ήταν περίπου. Δέκα χρόνια πριν, βάλε βγάλε. 

    Το ράδιο πιάνει πλέον μόνο παράσιτα. Κάνω να πατήσω για χιλιοστή φορά το μικρόφωνο να μιλήσω στον ασύρματο στον γιο του βενζινά αλλά ούτε φωνή ούτε ακρόαση. Έπρεπε να το καταλάβω ότι με το να υπολογίζω σε έναν ηλίθιο σαν και του λόγου του μόνο κακό στον εαυτό μου κάνω και για αυτό παρατάω τις προσπάθειες μετά από λίγο για ένα τσιγάρο.

    Το κεφάλι μου έχει μουδιάσει από τις σκέψεις και δεν μπορώ να χαρώ τον ήλιο που δύει πίσω μου. Το μόνο πράγμα που χρειαζόμουν αυτή τη στιγμή ήταν μια βουτιά, έτσι για το γαμώτο, να μπορέσω να ξεφύγω δυο στιγμές και ύστερα βλέπουμε, κι όμως πήγα και έφαγα τα μούτρα μου με το ξερό μου το κεφάλι. Κάθομαι και ψάχνω που σκατά πήγαν όλα λάθος αλλά με τον ήλιο να αγγίζει σιγά σιγά τον ορίζοντα βλέπω πως μάταια βασανίζω το μυαλό μου. Ό,τι και να με έφερε σε αυτό εδώ το σημείο δεν έχει σημασία. Όσο και να ψάξω να βρω τρόπο να πω τι νιώθω στη Σοφία, τον Τίτο και το μωρό που περιμένουν να ακούσουν από τα χείλη μου πως “όλα θα πάνε καλά τελικά” δεν έχει νόημα. Το θέμα είναι ότι κάθομαι μέσα σε ένα σαράβαλο στη μέση του πουθενά με μισό πακέτο τσιγάρα και όλα τα πράγματα μου στο πορτ μπαγκάζ, αποκομμένος από όλους και όλα, και στην πραγματικότητα δεν ενοχλούμαι καθόλου. Σαν να ήθελα τα πράγματα να έρθουν έτσι. Σαν να έπρεπε να ακολουθήσω αυτή τη διαδρομή από την αρχή. Σαν να μην πρέπει να φτάσω ποτέ την ακτή.

    Ήμουν πέμπτη ή τετάρτη δημοτικού όταν ήρθε μια μέρα ο πατέρας μου σπίτι με το “νέο” του αμάξι, ένα μακρόστενο λάντα στο χρώμα της χρυσόμυγας που στα μάτια μου έμοιαζε πάντα με κάδο. Ο πατέρας όμως είχε μια ανατριχιαστική αγάπη για αυτό το αμάξι. τόση που μου απαγόρευε να βάζω ζώνη “για να μην την ξυλώσω”. Η μανία του με αυτό το κωλάμαξο με έκανε σχεδόν να το ζηλεύω, για αυτό και πετούσα την σκούφια μου στο πίσω κάθισμα όταν εκείνο τα ‘φτυνε κάθε λίγο και λιγάκι. Ο πατέρας το ήξερε αυτό και με αγγάρευε επίτηδες να τον βοηθάω όσο το σουλούπωνε κάθε φορά, υποχρεώνοντας με να τον ακούω να λέει το λάντα “το κακόμοιρο που προσπαθεί” και εμένα “το μαλακισμένο που δεν μπορεί να κρατήσει ένα φακό ίσια”, αλλά και άλλα πολλά, με το πιο επιτυχημένο του να είναι το “όταν μεγαλώσεις θα με καταλάβεις και τότε είναι που θα χτυπάς το κεφάλι σου στον τοίχο”.

    Η κασέτα συνέχισε να παίζει καθ’ όλη την εφηβεία μου. Δεν έγινε ποτέ τόσο κατανοητή όσο κουραστική και κλισέ. Δεν υπήρχε νόημα πλέον πίσω από αυτές τις λέξεις, όλες έβγαιναν σαν παχύς αέρας από το φαφουτιασμένο στόμα του κι όμως ακόμα με έκαναν να νιώθω μαλωμένο παιδί. Η μάνα μου έβλεπε τη σχέση μου μαζί του να φθείρεται λίγο λίγο για αυτό κάθε φορά που σκοτωνόμασταν με τραβούσε από το μανίκι και με έκανε χρυσό για να “τα ξαναβρούμε” ή να “γίνουμε κανονική οικογένεια” και πάντα της απαντούσα με γενικόλογα για να μην βρίσω και εκείνον και εκείνη που με άδειαζε για να πάρει το μέρος ενός παράλογου σκατόγερου.

    Από ένα σημείο και μετά έψαχνα αφορμή για να ανοίξω το στόμα μου αλλά κάθε φορά η μάνα μου κρατούσε τα μπόσικα την τελευταία στιγμή- εκτός από ένα μεσημέρι του Σεπτέμβρη που δεν έφτανε το χέρι της να μου τραβήξει το μανίκι. Εκείνη ήταν στη κουζίνα και ετοίμαζε τα ψάρια με σαβόρι και εγώ γυρνούσα σπίτι σκασμένος από χαρά, που μετά από ένα καλοκαίρι με το κεφάλι μέσα στα βιβλία πέτυχα στις Εισαγωγικές. Βρήκα τον πατέρα μου όπως κάθε μεσημέρι σκυμμένο πάνω από ένα κουβαδάκι που είχε για να ξεπλένει ευλαβικά ένα πετσί που είχε για να καθαρίζει το λάντα στην πυλωτή. Τον παρατηρούσα από την βεράντα κρύβοντας με τη παλάμη μου το σαρδόνιο σχεδόν γέλιο που είχα από το πρωί. Περίμενα πως και πως να μου πει με αυτή την αδύνατη φωνούλα κάτι του τύπου “σήκωσε τα ποδάρια σου και βάλε ένα χεράκι, μόνο για να τρως και να κοιμάσαι είσαι”, μόνο και μόνο για να του πω ότι πέρασα στους ασυρματιστές. 

“Και τι θες τώρα; Να σου πληρώσω εγώ τα πέρα δώθε σου για να το παίζεις εσύ ναυτάκι; Άντε παράτα μας”.

    Θα με γελούσα αν έλεγα ότι ξέρω τι ακριβώς μου αράδιασε, αλλά η αλήθεια είναι ότι ένιωσα μέσα μου μια ολοκλήρωση αφού η αφορμή που έψαχνα σερβιρίστηκε στο πιάτο μου. Άρχισα εγώ να φωνάζω, άρχισε εκείνος να κουνάει τα χέρια πάνω κάτω λες και πάει να πετάξει και άρχισε η μάνα μου να πετάει τα ψάρια στο τηγάνι για να κουφαθεί εντελώς με το τσιτσίρισμα του λαδιού.

“Να με ξεφορτωθείς δεν θες; Τι σε δυσκολεύει;”.

“Ρε άντε τράβα μέσα μην αρχίσω τους αγίους, ήρθες και με όρεξη λες και έπιασες το Λόττο. Αλλά που να καταλάβεις εσύ από λεφτά, έγινε κάνα θαύμα και δεν το μάθαμε; Έννοια σου όμως, όταν μεγαλώσεις θα με καταλάβ-”.

“Ναι εντάξει, σε καταλάβαμε. Μας ζάλισες το κεφάλι χίλια χρόνια, δεν βαρέθηκες;”.

    Το τελευταίο πρέπει να τον γύρισε αρκετά πίσω. Σαν να ξανάνιωσε δηλαδή, σαν να βρήκε τις δυνάμεις που σιγά σιγά του άφηναν χρόνους για να απομείνει η κακία του. Τέτοια αναζωογόνηση που πίστευε στα σοβαρά ότι θα μπορούσε να χαστουκίσει εύκολα ένα δεκαεννιάχρονο που περίμενε μισή ζωή να του ανταποδώσει τη χάρη.

    Όμως δεν το έκανα. Η διεστραμμένη χαρά που ένιωθα πριν διαλύθηκε όταν έπιασα στον αέρα το αριστερό του χέρι από τον αγκώνα. Έμεινα να κοιτάω το ταλαιπωρημένο δέρμα στη παλάμη του με τις κηλίδες και τις φλέβες που έμοιαζαν πια σκέτες οροσειρές πάνω του. Είχα τον παλμό του στα ακροδάχτυλα μου να χτυπάει γρήγορα μεν αλλά αδύναμα. Γύρισα να τον κοιτάξω και δεν έβλεπα πλέον έναν αντικοινωνικό και παράλογο σκατόγερο που πάλευε με κάθε τρόπο να δείξει την μικρή αξία του. Είδα έναν παρηκμασμένο, ίσως πληγωμένο άνθρωπο χωρίς συναίσθηση ή συνείδηση για να τον αποτρέψει από καταστάσεις όπως αυτή που έστεκε ανήμπορος και αβοήθητος μπροστά στο ίδιο του το παιδί.

    Δεν είχα θυμό άλλο μέσα μου ούτε λύπηση. Μονάχα έκλαιγα τα χρόνια της ζωής μου που έχασα παίρνοντας τον στα σοβαρά απλά και μόνο γιατί έτυχε να ήταν πατέρας μου. Για αυτό άφησα το χέρι του και τον παράτησα στη σύγχυση του, προσπαθώντας να βρει λόγια που θα με προκαλούσαν. Από ό,τι μου έσυρε ξεχώρισα μόνο το “μα τω θεώ, δεν θα το καταλάβω ποτέ αυτό το παιδί” όσο μάζευα τα πράγματα μου όπως όπως σε δύο σακ βουαγιάζ για να προλάβω ένα τρένο που είχε ήδη φύγει. Τελευταία φορά τον είδα μέσα στο αμάξι να σέρνει από το ανοιχτό πορτ μπαγκάζ ρούχα και ξυριστικά, ενώ η μάνα μου έψαχνε στη βεράντα να βρει αναπνοές ανάμεσα στους λυγμούς της. Το σπίτι έζεχνε κανονικά από τα καμμένα ψάρια και το σαβόρι όταν πήγα μέσα την μάνα μου για ύπνο, δίνοντας της υπόσχεση ότι ποτέ μου δεν θα γίνω σαν εκείνον.

    Πέρασε αρκετός καιρός από τότε αλλά όχι αρκετός για να σταματήσω να το σκέφτομαι, φαντάζομαι. Δεν ξέρω αν τελικά κράτησα ή όχι την υπόσχεση μου, σε αυτό το σημείο δεν με ενδιαφέρει κιόλας. Σημασία έχει ότι νιώθω πια το κύμα να δροσίζει τα πόδια μου και το θαλασσινό αεράκι να ανθίζει μέσα στα πνευμόνια μου. Αφήνω το νερό να με παρασύρει πιο βαθιά και κλείνω τα μάτια και τα μύτη μου. Βουτάω.

“Έλα, Νίκο, λαμβάνεις; Που είσαι ρε τόση ώρα; Την έχεις ή όχι ανοιχτή αυτή τη μαλακία; Είναι ‘δω η κυρά σου με τον μικρό, έλα πάρ’ τους”.

“Νίκο σε παρακαλώ αν ακούς γύρνα πίσω, ανησυχούμε πολύ. Θα κάνουμε τα αδύνατα δυνατά. Ό,τι χρειαστεί. Μαζί”.

“Μπαμπά; Μπαμπά είσαι εκεί; Σε παρακαλώ απάντησε, μου λείπεις”.


Αφιερωμένο σε έναν Νίκο.

<Saint Pepsi - Field Day>