27.2.21

future ready


(ορίτζιναλ σάουντρακ κι ετς, πάτα με για να ακουστώ)


    Είχε κλείσει τρίμηνο από την απόλυση μου. Δεν το είπα παραέξω, μα δεν ήθελε και πολύ σκέψη να καταλάβει κανείς γιατί η κοντή με τις κοτσίδες και τα μούτρα στο πάτωμα δεν είναι πλέον στο ταμείο να βγάζει λάθος ρέστα στις γριές ακόμα και για ένα χιλιάρικο. Με είχε διαλύσει τότε που απέτυχα να στεριώσω μέχρι και στα Ντία, που το μόνο που χρειαζόταν ήταν να ξέρεις να μετράς, να φοράς ένα καρτελάκι “Όλγα” σαν παράσημο πολέμου, και να κάνεις τον μαλάκα. Ίσως για αυτό να κατέληξα τέτοια μέρα να μπω σαν την κλέφτρα εκεί, από γινάτι. Ήταν η τελευταία αίσθηση κανονικότητας που πρόλαβα να έχω με το χάος που έπαιρνε σάρκα και οστά έξω απ’ το παράθυρο.

    Με το ζόρι σηκωνόμουν πριν τις τέσσερις. Και που σηκωνόμουν δηλαδή, τι έκανα; Έσερνα το κορμί μου στο σαλόνι για να δω τελεμάρκετινγκ και διαφημίσεις μέχρι να ξημερώσει και να ξεχάσω επιτέλους ποια είμαι. Γιατί τι σχέδια είχα να κάνω τότε; Τα τελευταία δύο χρόνια πηδούσα από δουλειά σε δουλειά, που είτε με έδιωχναν είτε τα παρατούσα. Ο ΟΑΕΔ και δύο φράγκα στην άκρη με ζούσαν, και είχα αρχίσει να αποδέχομαι ότι μάλλον έτσι θα πάει η ζωή μου. Τι άλλο είχα δηλαδή για να βασιστώ; Σπουδές; Σιγά, ξύπνησε ο κόσμος με μία φιλόλογο λιγότερη. Παρέες; Γελάμε. Οικογένεια; Μια μάνα που μου μαύριζε την ψυχή στα τηλέφωνα επειδή δεν σηκωνόμουν να πάω να την δω. Και να την έβλεπα δηλαδή, τι να της έλεγα; Ότι καταρρέω; “Άστο καλύτερα” έλεγα και το άφηνα συνέχεια για αργότερα. Για αυτό εκείνη την ημέρα που έβλεπα το “Μαμά” στην οθόνη του βυσσινί έρικσον που είχα τότε δεν το σήκωνα. Δεν χρειαζόταν κιόλας, τα είχα μάθει πια απ’ έξω.

“Την είδες, ρε Όλγα, την τάδε που πηγαίνατε μαζί σχολείο;“.

Όχι, μαμά, δεν την είδα την τάδε. Πάνε δέκα χρόνια που τελείωσα το σχολείο.

“Κάνει, λέει, μεταπτυχιακό σε αυτό που ήθελες μικρή, βολεύτηκε, άνοιξε σπίτι”.

Μωρέ μπράβο η τάδε, και;

“Ενώ εσύ;”.

Εγώ δεν ξέρω τι στο διάολο κάνω, μαμά.

“Και το μέλλον σου δεν το σκέφτεσαι;”.

    Και τι μέλλον που ήταν αυτό που με περίμενε εν τέλει, ε; Και γαμώ. Ήταν τόσο καλό αυτό το μέλλον που οι μισοί που γνώριζα δεν πρόλαβαν να το ζήσουν.

    Έξω τα πράγματα ήταν λίγο πιο ήπια από το απίστευτο υπαρξιακό έρεβος που περιέγραφε ο κουτέλας ο Ευαγγελάτος, όμως είχα αγριευτεί από εκείνη την απόκοσμη ησυχία που απλωνόταν μέσα στο ψύχος που τρυπούσε το μωβ μπουφάν μου. Μπορούσα να ακούσω μια τηλεόραση να ουρλιάζει δύο τετράγωνα μακριά και το βουητό των γραμμών του ΟΤΕ να κάνει ηχώ σε όλο το λεκανοπέδιο, αλλά καμία φωνή ανθρώπου. Μόνο κάτι μουρμουρητά έπιανα που και που και πεταγόμουν από τον φόβο μου στρίβοντας στις γωνίες. Κλασική Αθήνα, δηλαδή, απλά με λίγο παραπάνω χιονόνερο και φόβο μη σε κλέψουν. Ένιωθα απ’ την κοινωνική μου ατροφία λες και με κυνηγούσαν όσο έβλεπα το τοπίο γύρω μου να απογυμνώνεται από οτιδήποτε θύμιζε μια κανονική μέρα. Δηλαδή πλιάτσικο σε περίπτερο, και κρεοπωλείο πρώτη φορά έβλεπα. Τρεις με πέντε άνθρωποι καμπουριασμένοι, με κουκούλες και κασκόλ στα πρόσωπα τους, κουβαλούσαν τεράστιες χοντρές τηλεοράσεις με τα βίντεο συνδεδεμένα πάνω ή δεκαπέντε σακούλες πατατάκια με το μάτι να γυαλίζει. Θυμάμαι εκείνη τη στιγμή στο μυαλό μου ήρθε η λέξη “αποκτήνωση”. Ίσως επειδή ζούσα τόσο καιρό στον κόσμο μου ή ίσως επειδή ο αρκουδιάρης ο Ευαγγελάτος έλεγε μια φορά την αλήθεια.

    Τρύπωσα από το πλάι που ήταν η είσοδος του προσωπικού, επειδή όλη η τζαμαρία στην πρόσοψη του σούπερ μάρκετ είχε γίνει κομματάκια και δεν γούσταρα να κόψω κάνα χέρι. Μέσα όλα ήταν κώλος και οι διάδρομοι έστεκαν γυμνοί σαν δύστυχα μεταλλικά φαράγγια. Λογικά πλάκωσαν τις προηγούμενες εβδομάδες να προλάβουν όλοι το χαρτί υγείας και τις κονσέρβες που απέμειναν. Από τα ξινισμένα γάλατα στο βάθος ως τον ασταμάτητο στατικό θόρυβο των ψυγείων, όλα έδιναν την ξεχωριστή τους πινελιά για να νιώσω σαν να δούλευα ξανά σε αυτή την τρύπα. Δεν μπήκα στον κόπο να ψάξω για προμήθειες. Βόλταρα σαν να έβγαινα για ψώνια με τη μάνα μου, ψάχνοντας τα δώρα μέσα στα κορν φλέικς με γεύση διαβήτη που κανένας δεν προτίμησε να κλέψει. Βρήκα και πολλές συσκευασίες με το σοκολατούχο γάλα του Ντία (ναι, αυτό με το σκούρο βιομηχανικό απόβλητο που έμενε στον πάτο) που κατά πάσα πιθανότητα είχε λήξει. Κυρία όμως, έτσι; Το πήγα και στο ταμείο, μη με πουν και κλέφτρα. Πέρασα από την άλλη μεριά, το σκάναρα, και μου έβγαλε τιμή κάτι παρακάτω από τριακόσια εβδομήντα πέντε εκατομμύρια δραχμές. “Πάλι καλά που δεν χρειάστηκε να βγάλω ρέστα τώρα” σκέφτηκα. Τέτοια ανακούφιση εκεί μέσα δεν είχα ξανανιώσει. Καθόμουν στην ίδια θέση που σάπιζα πριν πάρει την κάτω βόλτα ο κόσμος και περίμενα να βγει από κάπου μια ουρά από γριές που θα μου έπρηζαν τα συκώτια γιατί έρχονταν με τα δεκαχίλιαρα της σύνταξης. Σχεδόν μου έλειπαν τώρα όλα αυτά. Πως γύρισαν έτσι τούμπα όλα;

    Το μιλένιουμ είχε ξεκινήσει όπως κάθε χρονιά, προς μεγάλη απογοήτευση και κρυφή λαχτάρα μερικών. Ό,τι τσιρίδα υπήρχε για την αποκάλυψη, τον ερχομό του σατανά, των εξωγήινων, και την επανάσταση των μηχανών έσβηνε μίζερα όσο περνούσαν οι μέρες και η απόλυτη καταστροφή δεν έλεγε να φανεί. Ακόμα τουλάχιστον. Γιατί τα πρώτα αεροπλάνα που έπεσαν εν πτήσει σε Νότιο Αφρική και Ινδονησία εμφανίστηκαν τέλη Γενάρη, όμως “ντάξει” είπαμε, “τεχνικά προβλήματα”. Και όταν έφευγαν οι πύραυλοι κατά λάθος πάνω σε ιρακινές πόλεις, “ε τι να κάνεις” έλεγες, “τεχνικό πρόβλημα πάλι”. Μόνο όταν έγινε το μπραφ με τις καταθέσεις έτρεχαν όλοι σαν ακέφαλα κοτόπουλα. Θα με πουν και κυνική τα πιτσιρίκια που δεν τα πρόλαβαν αυτά, μα σαν το ζούσες ήταν ξεκάθαρο πως ο κόσμος είχε κρεμάσει από ένα ψηφίο ενός υπολογιστή όλα τα όνειρα και τις ελπίδες του για το αύριο. Ένα αύριο που δεν έλεγε και πολλά πλέον μπροστά σε εκατομμύρια ταυτόχρονες προσωπικές χρεωκοπίες. Μετά έσκασαν και οι αντιδραστήρες στην Ιταλία από μία αστοχία του συστήματος και το αύριο ψόφησε επισήμως. Ένα αύριο που μας έλεγαν πως θα ‘φερνε τα πάντα, από το φάρμακο του καρκίνου μέχρι ολόκληρη τη μουσική της Μπρίτνει σε ένα τόσο δα δισκάκι. Από τα ιπτάμενα αμάξια ως το υπόγειο μετρό της Αθήνας. Από τις τεράστιες οθόνες τηλεόρασης στο σπίτι μέχρι την γιγάντια ψηφιακή λεωφόρο της πληροφορίας ονόματι ΙΝΤΕΡΝΕΤ. Σήμερα όλα αυτά μοιάζουν κουλά, όμως το σάστισμα τότε στα πρόσωπα των ανθρώπων από την προδοσία του ονείρου δεν έλεγε να σβήσει. Μέχρι τα μέσα Φλεβάρη βαρούσαν τα κανόνια της τρέλας αδιάκοπα. Όσοι προνόησαν έγιναν μπουχός υπό τον φόβο του νέου Τσέρνομπιλ για να μείνουν οι υπόλοιποι να ξεσκιστούν με τις σάρκες τους. Μαγαζιά, υπηρεσίες, γραφεία, όλα έπαψαν να έχουν ιδιαίτερο λόγο ύπαρξης μπροστά στην επικείμενη καταστροφή. Το μόνο που έβλεπες πια στη γύρα ήταν λουκέτα, κορμιά ξεφουσκωμένα από τις βουτιές πολυόροφων κτιρίων, και μερικές σκιές ανθρώπων που απέμειναν να περιφέρονται σαν αγρίμια παριστάνοντας πως ζουν. Ίσως για αυτό έπαιζε συνέχεια διαφημίσεις και άσχετες μαλακίες η τηλεόραση εκείνες τις ημέρες, ήταν το τελευταίο χρήσιμο πράγμα που μπορούσαν δείξουν σε ανθρώπους που ετοιμάζονταν για το γκραν φινάλε.

    Όμως το γκραν φινάλε δεν ήταν τόσο απτό για εμένα. Όλοι είχαν προαποφασίσει ότι αυτό ήταν το τέλος, αλλά αυτός ο πανικός μού φαινόταν περισσότερο σαν μια ελαφρά λιγότερο ρηχή εκδοχή της αυτοσυντήρησης που προϋπήρχε. Δεν με έπειθαν οι άνθρωποι που ούρλιαζαν ότι διαλύθηκε ο κόσμος απλά και μόνο επειδή είχε καταστραφεί ο κόσμος τους. Γιατί όπως η Ρώμη δεν χτίστηκε σε μία μέρα, έτσι και οι ψευδαισθήσεις τους δεν γκρεμίστηκαν εν μία νυκτί. Θέλω να πω, εκείνη την περίοδο στα Ντία είχαν κρεμάσει προωθητικά πανό με το νέο σλόγκαν που έτρεχε παντού τον τελευταίο καιρό πριν τα πράγματα αλλάξουν. Έγραφαν τη φράση “ΕΤΟΙΜΟΙ ΓΙΑ ΤΟ ΜΕΛΛΟΝ” με μεγάλα λευκά γράμματα που απλωνόταν έτσι θορυβώδη και γελοία χωρίς κάποιο ιδιαίτερο νόημα όσο τα πάντα διαλύονταν. Σε ποιο μέλλον ακριβώς αναφερόταν; Το μέλλον γενικότερα, σαν έννοια του χωροχρόνου; Δεν θα το είχαν φιλοσοφήσει τόσο. Μήπως το μέλλον της ανθρωπότητας από εδώ και πέρα; Δεν θα χολόσκαγα για αυτό, με τόσους φραγκάτους και βυσματίες που μας είχαν ήδη κουνήσει το μαντήλι από κάθε είδους καταφύγιο ήμασταν ασφαλείς από την εξαφάνιση του είδους, οπότε σε δέκα χρονάκια όλα θα ήταν όπως πριν με την Ρούλα Κορομηλά πρωθυπουργό. Κατά πάσα πιθανότητα το σλόγκαν εννοούσε εκείνο το μέλλον με τα ιπτάμενα αμάξια και το ίντερνετ. Το μέλλον που μόνο ένας βλάκας θα πίστευε ότι θα προλάβαινε να το ζήσει (και ναι, οι άνθρωποι το πίστευαν αυτό). Το μέλλον που όπως μας το υποσχέθηκαν έτσι το πήραν και πίσω.



    Μείναμε εν ολίγοις σαν τα καβούρια στον κουβά, να τραβάμε ο ένας τον άλλο όλο και πιο κάτω. Δεν ήταν ζωή, ούτε επιβίωση το έλεγες όμως- λειτουργούσαμε περισσότερο σαν βιορομπότ με κατάθλιψη. Μα εμένα προσωπικά δεν μου καθόταν και τόσο άσχημα αυτό εκείνη τη στιγμή. “Δες εμένα”, έλεγα, “εικοσιεννιά έφτασα και δεν κατάφερα τίποτα για να το περηφανεύομαι, πίνω ληγμένο μούφα μίλκο και κρυφοχαίρομαι που ο κόσμος τελειώνει γιατί κάθε μέρα μού ήταν ούτως ή άλλως αφόρητη, πόσο καλό να ήταν τελικά το μέλλον για κάποια σαν εμένα;”. Σήμερα βγάζει μάτι η άρνηση κάθε μορφής πραγματικότητας σε αυτό τον συλλογισμό, μα εκείνη τη στιγμή είχα καταλήξει στην λύτρωση. Με καθησύχαζε πλέον η σκέψη του τέλους, επειδή θα έμπαινε επιτέλους κάποιο φράγμα στον ατέρμονα βρόχο που έτρεχε αμείλικτο εις βάρος μου. “Επιτέλους”, έκανα στον εαυτό μου, “να ησυχάσουμε μια κι έξω”. Έκανα γύρους στην καρέκλα του ταμείου σαν να ήμουν στο λούνα παρκ και κατέβαζα τα πλαστικά μπουκάλια ξεροσφύρι, πείθοντας με όλο και περισσότερο πως άπαξ και πάνε όλα στο διάολο, το μαρτύριο μου τελείωσε.

    Η δόνηση του έρικσον μέσα από το μπουφάν έκοψε το ανέμελο στριφογύρισμα γύρω από τις αποψάρες μου. Πάλι αναβόσβηνε το “Μαμά” στην οθόνη, αλλά στο σημείο που είχα φτάσει πνευματικά δεν είχα καμία όρεξη να κάνω εκπτώσεις ή να δίνω εξηγήσεις. Αλλά συνέχιζε από μόνος του να τρέχει ο διάλογος σαν σενάριο μέσα στο κεφάλι μου.

    “Δεν σε καταλαβαίνω. Συνεχίζεις να κάνεις την αναίσθητη; Ακόμα και τώρα; Ποιον προσπαθείς να πείσεις πια, ρε Όλγα; Εμένα; Αφού ξέρω ότι έχεις αγριέψει”.

Ναι, η αλήθεια είναι ότι αγριεύω με τέτοιες μπαρούφες.

”Άκρη δεν βγάζει άνθρωπος μαζί σου. Αρνείσαι κάτι που βλέπουμε ξεκάθαρα και οι δύο”.

    Το ίδιο λέμε, κοίτα να δεις που τελικά μοιάζουμε εμείς οι δύο, ε; Αλλά να μου πεις, άμα δεν έμοιαζα σε εσένα, σε ποιον;

“Με αδικείς τόσο πολύ με τα συμπεράσματα που βγάζεις μόνο και μόνο από τον θυμό σου”.

Ε και; Πειράχτηκες;

”Γιατί κουβαλάς θυμό για εμένα, Όλγα; Μπορείς να μου πεις; Φωναχτά, να σε ακούσω.”.

Δεν έχω ώρα για τέτοια, μάνα, έχω να απολαύσω τις μέρες που μου μένουν όπως πρέπει.

“Πόσο πιστεύεις ότι θα τραβήξει αυτό; Πότε θα αρχίσεις να κοιτάς πάλι το μέλλον σου, Όλγα;”.

Ποιο μέλλον μωρέ τώρα, δουλευόμαστε;

-Γιατί μιλάς μόνη σου, κυρία;

    Γλίστρησα σχεδόν απ’ την καρέκλα. Τέτοια τρομάρα δεν την είχα ξανανιώσει. Κρατήθηκα από τον πάγκο να σηκωθώ αργά αργά με την καρδιά μου στο στομάχι για να αντικρύσω ένα τόσο δα κοριτσάκι με κοτσίδες να στέκεται πιο πέρα μισοφοβισμένο. Δεν ήταν πάνω από εννέα χρονών αν κρίνω από το σουλούπι και το παιδιάστικο φουστανάκι που φορούσε κάτω από αυτό το φουσκωτό μωβ μπουφάν του.

-Γιατί είσαι εδώ; Που είναι οι δικοί σου;

-Εδώ είναι, έλα! Αλλά μου είπε η μαμά μου να μη μιλάω με αγνώστους!

    Αυτό δεν μου έβγαζε κανένα νόημα, φυσικά. Όπως δεν έβγαζε νόημα να βρίσκεται ένα παιδί μόνο του σε ένα ρημαγμένο Ντία με τον ήλιο έξω να έχει πέσει. Ρώτησα το όνομα του κοριτσιού, τίποτα. Ξαναρώτησα, μου έκρυβε το απορημένο του μουτράκι πίσω από τα κοτσιδάκια του προσπαθώντας να μιμηθεί την στάση μου περιπαικτικά με τα χέρια στη μέση.

-Εγώ είμαι η Όλγα, δουλεύω εδώ. Εσύ;

    Έκανε ότι πάει κάτι να αρθρώσει και γύρισε με μιας τρέχοντας προς το βάθος. Σάστισα σκεπτόμενη πως θα φαινόμουν σε κάποιον που θα δει μια μαντράχαλη να κυνηγά ένα πιτσιρίκι εδώ μέσα. Θύμησα μετά στον εαυτό, βέβαια, ότι μάλλον κανείς δεν θα μείνει για να ζήσει το τέλος του μήνα οπότε δεν θα μου ‘μενε για πολύ η ρετσινιά της τρελής. Έτρεχα με τα φώτα στο ταβάνι να παίζουν χασαποσέρβικο και με κάθε βήμα κατάπινα τον εμετό μου. Η μικρή τελικά με λυπήθηκε και πάτησε φρένο περιμένοντας με στο τέλος του πιο δεξιού διαδρόμου, αφήνοντας επίτηδες ένα μανίκι να εξέχει. Πλησίασα με ένα πέτρινο χαμόγελο να κοιτάξω φευγαλέα την περίεργη χαριτωμενιά που είχαν οι καστανόξανθες τούφες της- αυτές που δεν κάθονταν με τίποτα να τις πιάσεις σε κοτσίδες ούτε σε εμένα. Παρά την αμηχανία μου το κορίτσι στεκόταν ατάραχο και ανέκφραστο σαν να το είχα βάλει τιμωρία. Ρώτησα πάλι το όνομα του. Ξεγλιστρά και αρχίζει άλλο ένα κατοστάρι τσιρίζοντας μου κάτι κάνοντας ζιγκ ζαγκ στους διαδρόμους.

-Μάλλον πρέπει να το σηκώσεις!

    Το έρικσον μού έριχνε σουβλιές στο μπούτι. Πάλι ήταν το “Μαμά” μα δεν μου περίσσευε χρόνος για το “Μαμά” εκείνη τη στιγμή. Είχα να μαζεψω τα πνευμόνια μου από τα πατώματα γιατί αυτό το διαβολάκι κάλπαζε σαν τον Κεντέρη. Την πρόφτασα τελικά την μικρή στον διάδρομο με τα προϊόντα της ημέρας και την γράπωσα σφιχτά από τους ώμους. Το διαβολάκι τσίριζε και χτυπούσε τα πόδια κάτω από τον πόνο. Τα χέρια μου είχαν ξεσυνηθίσει τόσο καιρό τους άλλους ανθρώπους.

-Έι, κυρία, μου θύμωσες; Αφού παίζαμε.

-Δεν είμαι για να παίζω τώρα, πήγαινε σε παρακαλώ στη μαμά σου.

-Μα σου είπα. Εδώ είναι η μαμά μου.

-Που “εδώ”;

    Με ένα δαχτυλάκι να εξέχει από το μανίκι μού έδειχνε το απέναντι μεσαίο ράφι στο τέλος του διαδρόμου. Μου έκανε νόημα μη βγάλω άχνα και την ακολούθησα στις μύτες. Όταν πλησιάσαμε και μάθανε τα μάτια μου στο σκοτάδι είδα πάνω στο άδειο ράφι χωμένη μια γυναίκα. Τα είχε πατημένα τα εξήντα και φορούσε μια χιλιοτρυπημένη μαύρη νυχτικιά. Από τα κοντά καστανόξανθα μαλλιά της ως τα νύχια της, παντού είχαν κολλήσει νιφάδες πάγου σαν να την είχαν βρει μέσα στο χιόνι. Το πρόσωπο της με τα μάτια κλειστά κουβαλούσε ένα βάσανο που πήγαζε από το ταλαιπωρημένο της μεσόφρυδο. Με έπιασε μια μαλακία να ακολουθήσω με τα δάχτυλα τα ρυάκια πάγου που είχαν γεμίσει τις χαρακιές στο δέρμα της, μα το κορμί της ήταν τόσο σκληρό στο άγγιγμα που πετάχτηκα αμέσως πίσω. Περισσότερο έμοιαζε με κούκλα από πορσελάνη παρά με άνθρωπο πλέον.

-Κυρία Όλγα; Είσαι καλά;

    Ό,τι γάλα κατέβασα, το ξέρασα. Έπνιξαν το κορμί μου οι ανατριχίλες και έτρεμαν τα δόντια μου αφήνοντας κοφτά χνώτα μπροστά από το φως των ψυγείων. Είχα δεν είχα την τρόμαξα την μικρή για τα καλά και τραβήχτηκε πέντε βήματα πίσω όσο εγώ τρελαινόμουν και προσπαθούσα να ξεθολώσω τα μάτια μου από το ρίγος.

-Γιατί είναι εδώ;

-Κανένας δεν την ήθελε. Κανένας δεν την πήρε.

    Δεν έδωσα σημασία. Έκανα κίνηση να βγάλω το κινητό για να πάρω το εκατό, μα το χαώδες βουητό της ΟΤΕ έκανε αντίλαλο στον διάδρομο πριν ακόμα το ακουμπήσω το ακουστικό στο αφτί.

-Ποιος την έβαλε εδώ;

    Με κοίταζε. Ξαναρώτησα. Μισάνοιξε το κάτω χείλος. Την έπιασα πάλι από τους ώμους και έβγαλε μια πνιχτή κραυγή απ’ την αγαρμποσύνη μου. Άρχισε να μυξοκλαίει και να λύνεται στα χέρια μου. Εκεί κάπου έσπασα με την σειρά μου και απομακρύνθηκα σαν δαρμένη γιατί έτσι όπως είχα γίνει η μικρή πήγαινε να μου μείνει στα χέρια. Κάθισα στο πάτωμα κοιτώντας την από μακριά να σκουπίζει τα δάκρυα της, να φτιάχνει τις κοτσίδες της, και να ισιώνει από το τρακ της το φορεματάκι μέσα από το μπουφάν. Που και που μέσα στις παύσεις μού πετούσε αποσπάσματα από κουβέντες που μου φαίνονταν γνώριμες, αλλά χωρίς ειρμό, περιμένοντας να θυμηθώ τις απαντήσεις που είχα δώσει σε κάθε μία από τις συζητήσεις. Το ένιωθα ότι θα έσκαγαν τα μέσα μου ανά πάσα στιγμή. Τα μυαλά μου ήταν στα κόκκινα. Είχα καταλάβει, μα δεν ήθελα να το δεχτώ.

    “Μα πως;” έλεγα ξανά και ξανά. Δεν γινόταν να τα ζω αυτά. Σκεφτόμουν ότι μάλλον αυτό ήταν, τελικά είχαμε περάσει επίσημα στο αύριο. Ίσως αυτό να ήταν το τέρμα του κόσμου και του χρόνου που είχα στη διάθεση μου. Απλά αντί για σύννεφα ή καζάνια με φλόγες ήμουνα μέσα σε ένα Ντία με ένα κοριτσάκι και μια νεκρή. Ταιριαστό; Δεν θα το έλεγα. Συμβολικό ίσως, και διόλου διακριτικό. Για αυτό και είχε μπουκώσει το κεφάλι μου απ’ τα νεύρα. Δεν μπορούσα να χωνέψω τι ένιωθα και τι έβλεπα. Και όλο αυτό δηλαδή τι σκοπό είχε; Να με κάνει να νιώσω τύψεις; Να με βοηθήσει; Μα πως; Τόσα ερωτηματικά κρέμονταν πάνω από το κεφάλι μου και η αβεβαιότητα με είχε λιώσει. Πάλι καλά που βρήκε θάρρος να με ξεκολλήσει η μικρή από το πάτωμα.

-Μα πως δεν την αναγνώρισες ακόμα;

-Μια χαρά την αναγνώρισα.

-Είσαι σίγουρη, κυρία Όλγα;

-Εσύ τι λες;

-Ό,τι μου λες και εσύ.

-Πρέπει να βγούμε από εδώ, μικρή. Δεν γίνεται να την βγάλουμε έτσι. Ακόμα και τώρα, που όλα πάνε κατά διαόλου.

-Με θες αλήθεια να έρθω μαζί σου;

-Δεν ξέρω. Ίσως θέλω, ίσως πρέπει.

    Το έρικσον άρχισε πάλι να ουρλιάζει παραπέρα. Μισοφώτιζε πάλι το “Μαμά” με μικρές νιφάδες να γεμίζουν τα σπασίματα επάνω του. Το κοριτσάκι έσκυψε και μού το έβαλε στην παλάμη ανέκφραστο. Το απάντησα. Περίμενα για μία αιωνιότητα που χωρούσε σε μια στιγμή. “Ναι; Μάνα;”. Εν τέλει τσίριξε ο ίδιος μπερδεμένος στατικός θόρυβος, και εγώ περίμενα μέσα από τους βόμβους τον τσιγαρόβηχα της πριν αρχίσει την κλάψα της που την ξέχασα. Να της πω επιτέλους ότι ήμουν εδώ, ήμουν καλά, και ότι ίσως να μην τελειώνει ο κόσμος τελικά. Ίσως, κάπου, κάπως, να μπορέσει να χωρέσει και λίγο μέλλον.

-Δηλαδή είμαστε έτοιμες πια, κυρία Όλγα;

-Έτοιμες για ποιο πράγμα;

Μου έδειχνε με το δάχτυλο ένα διαφημιστικό που κρεμόταν από το ταβάνι.

-Έτοιμες για το μέλλον.

    Δεν την πρόλαβα προφανώς την φωνή της μάνας στην άλλη άκρη της γραμμής. Κατέβασα το ακουστικό και πέταξα το κινητό αδύναμα πάνω στο ράφι με την γυναίκα για να βγάλει εκεί πάνω τον επιθανάτιο ρόγχο του. Αυτό, ναι, μου φάνηκε κομματάκι ταιριαστό.

-Μπα, δεν είμαστε. Αλλά μάλλον δεν πειράζει.

-Μα. Φοβάμαι.

-Και εγώ φοβάμαι εδώ μέσα.

-Και πότε θα γυρίσουμε πίσω; Τότε που ήταν όλα κανονικά;

-Ίσως να μην υπάρχει πλέον το “κανονικά”. Θα δούμε. Προς το παρόν, σήκω.

-Εσύ ξέρεις καλύτερα, κυρία.

-Κεριά.

    Μια στερνή ματιά έριξε η μικρή στο ράφι με το έρικσον και βγήκαμε από το πλάι με τη παλάμη της χωμένη και χαμένη κάπου μέσα στη δική μου. Το ρολόι έδειχνε περασμένες εννιά και ο ουρανός είχε μελανιάσει απ’ τα σύννεφα που κοσκίνιζαν με χιόνι την πλάση. Έβαλα τα χέρι μου με το δικό της στη τσέπη του άθλιου μωβ μπουφάν και σηκώσαμε τις κουκούλες μας μπας και γλιτώσουμε το κρύο στον δρόμο για το σπίτι. Δεν θυμάμαι πόση ώρα περπατούσαμε καμπουριασμένα κάπου ανάμεσα στο λευκό και το γκρίζο. Μόνο ότι είχαμε πάρει τον πιο μακρύ δρόμο της επιστροφής. Έτσι, σαν τιμωρία περίπου.

    Ήταν το πιο πικρό μου βάσανο η σκέψη ότι δεν θα ακούσω ποτέ ξανά την αλμύρα στην φωνή της μάνας μου. Δεν σκέφτηκα ποτέ τέτοιο ενδεχόμενο. Πάντα είχα στο πίσω μέρος του μυαλού μου ότι θα βρει τρόπο να αψηφήσει οποιονδήποτε κανόνα, μόνο και μόνο για να μπορέσει να με έχει έγνοια. Επιστημονική φαντασία όλα αυτά, εν τέλει. Φαίνεται κρατιόμουν και εγώ τόσο καιρό από τις ψευδαισθήσεις μου για να με τσούζει μέχρι και τώρα. Κι αν τελικά πέθανε, θα έφυγε με αυτή την έγνοια στα στερνά της, το πιστεύω. “Κοίτα με τώρα”, με πιάνω να λέω που και που, “την απέφευγα μέχρι να την κλάψω”. Ως τότε το μόνο που επεξεργαζόμουν μέσα μου ήταν το τι θα έλεγα όταν θα με ρωτούσαν για εκείνη, για να απαντώ ξερά ότι “χαθήκαμε”. Ποια χάθηκε πρώτη τώρα, σιγά, λεπτομέρειες, θα έλεγα. Ακόμα βέβαια ότι “χαθήκαμε” απαντώ όταν προκύψει πάνω στην κουβέντα σήμερα. Δεν μπορώ να μιλήσω, βουλιάζω από τις τύψεις. Δεν βγαίνουν οι σωστές οι λέξεις πλέον ούτε με το ζόρι.

    Φυσικά και γύρεψα να την βρω. Αλίμονο, με τα χρόνια που έρχονταν καταπάνω μου, έπρεπε να απασχολήσω με κάτι το κεφάλι μου για να μην τρελαθώ. Αλλά ήξερα πως δεν το είχα μέσα μου το θάρρος για να ξύσω παλιές πληγές και ήλπιζα κρυφά να μην την βρω ποτέ. Ίσως γιατί δεν έσβησε μέχρι και σήμερα από μέσα μου το παράπονο που το τέλος του κόσμου δεν ήρθε τελικά. Ίσως γιατί το χειρότερο που θα μπορούσε να γίνει εν τέλει για εμένα και εκείνη ήταν η αναβολή της αποκάλυψης. Και αυτό το νιώθω να μου πέφτει βαρύ πάνω στους ώμους μέχρι και σήμερα. Να δικαιολογήσω για τι άξιζε τελικά να μείνω πίσω, είτε σαν τιμωρία, είτε σαν τύχη, προσπαθώντας να με πείσω ότι κάτι θα έχει μείνει για να κάνω με το μέλλον που περίσσεψε.




A bitter homage to the future that would never come.