2.4.18

Ρουφ Γκάρντεν



-Και δεν φοβάσαι;

-Γενικά; Φοβάμαι δεν λες τίποτα. Μικρή πάνω μου χεζόμουν κάθε φορά που έβγαινα, αλλά και μέσα που καθόμουν τι κατάλαβα; Εξ αρχής ήξερα μέχρι που φτάνουν τα πόδια μου από θάρρος. Είναι που δεν μπορούσα ούτε τότε ούτε τώρα να κάθομαι να βλέπω το ίδιο πράγμα να συμβαίνει ξανά και ξανά στον εαυτό μου και κατ’ επέκταση στους άλλους. Υπάρχει κάτι αβάσταχτα προβλέψιμο στο να ανοίγεις την μπαλκονόπορτα και να βλέπεις ακάλυπτο ή να κάθεσαι σπίτι ένα μήνα σερί γιατί δεν μπορείς να πας πουθενά ή να τελειώνει ο καφές τα πρωινά και να περιμένεις στη στάση έτοιμη να πέσεις από την πείνα…

-Ναι ε;

-Στο λέω γιατί καταλαβαίνεις. Μικρά δεν κατανοούσαμε πόσο στραβό ήταν το πράγμα τελικά, όχι πως τώρα το πιάνουμε εντελώς. Στο σχολείο ας πούμε είχες θέματα, ορμόνες, χίλιες βλακείες να πιπιλάς το μυαλό σου πρωί με βράδυ, δεν σε απασχολούσαν τα σοβαρά. Κανείς δεν σου είπε όμως για το μετά. Δεν σου εξήγησαν τι συμβαίνει όταν το πράγμα δεν τραβάει, όταν η εξίσωση δεν βγαίνει. Γιατί έμαθες να λύνεις τριτοβάθμιες και να βρίσκεις πλαγιότιτλους αλλά ιδέα δεν έχεις τι θα κάνεις αν σε τσιμπήσουν ένα ωραίο πρωί από λάθος ή αν σου έρθουν τα κοινόχρηστα και εσύ δεν έχεις ούτε για τσίχλες.

-Δεν πιστεύω πως αποστηθίζοντας ολόκληρες παραγράφους από τους ποινικούς κώδικες ή μπουκάροντας σε τράπεζες θα νιώσω πιο θαρραλέος ή θα βρω τις απαντήσεις. Μόνο θυμωμένο και πωρωμένο θα με κάνει κάτι τέτοιο.

-Και η γιαγιά μου ακόμα βλέπει ξεκάθαρα πόσο θυμό κρύβεις μέσα σου, και είναι πια τυφλή. Και νεκρή.

-Πίστεψε με, ξέρω πόσο θυμό θάβω μέσα μου, όπως ξέρω ότι κάποια στιγμή μπορεί να εκραγώ, δεν είμαι ηλίθιος. Αλλά έχει και ο θυμός το τακτ του. Ας πούμε εγώ ξέρω χοντρικά πόσο περιθώριο έχω να φέρομαι σαν μαλακισμένο χωρίς να μου δίνουν σημασία. Εσύ από την άλλη όχι.

-Μόνο που δεν έχουν όλοι την ίδια υπομονή για τις χοντράδες του καθενός.

-Σίγουρα. Φροντίζω μεν κάθε φορά να μαντεύω το περιθώριο μου, αλλά με τον καιρό πέφτω όλο και περισσότερο έξω, διώχνοντας ανθρώπους μακριά μου. Σαν να το κάνω επίτηδες σχεδόν. Σαν να φυτρώνουν πάνω μου καρφιά.

-Πιο πολύ κακομαθημένος μου φαίνεσαι παρά θύμα αυτοσαμποτάζ. Δεν είναι ότι δεν μπορείς, απλά δεν ψήνεσαι να βρεις έναν άνθρωπο.

-Νόμιζα τον βρήκα.

-Δεν τον βρήκες.

-Τέλος πάντων. Το πιο εξτρήμ που έχω σκεφτεί να κάνω είναι να ξεφύγω μία και καλή από εδώ, τύπου να εξαφανιστώ με ένα φύσημα, σαν στάχτη. Δεν μπορώ να σου εξηγήσω γιατί- η ίδια η σκέψη να μην αφήσω ίχνος πίσω μου με “καθαρίζει”. Απλά είναι τόσο χαζή σαν σκέψη που καταλήγω πάντα πίσω, και αυτό κι αν είναι αβάσταχτα προβλέψιμο. Ας πούμε εγώ που έχω να πάω; Αυτό σκέφτομαι συνέχεια. Αφού πουθενά δεν θα ένιωθα πραγματικά καλά, ποιο το νόημα να κάνω οποιοδήποτε βήμα; Φοβάμαι. Φοβάμαι και δεν μπορώ να αλλάξω όπως άλλαξες εσύ.

-Δεν άλλαξα, Λιόβα. Νόμιζα πως μετά από τόσο καιρό εσύ τουλάχιστον δεν θα το πίστευες αυτό. Αν κάτι άλλαξε αυτό είναι ο τρόπος μου πάνω στα πράγματα γιατί για πρώτη φορά έχω την αυτοπεποίθηση για κάτι τέτοιο. Θέλω και μπορώ να βοηθήσω- όχι με άμα και όταν και θα, αλλά τώρα. Θέλω και μπορώ να προλάβω να δω την αλλαγή κάνοντας ότι περνά από το χέρι μου. Δεν ήθελε και κόπο. Έπρεπε να σκάψω μέσα μου, να μάθω ότι είμαι ικανή για τα πάντα και πως δεν πρόκειται να βοηθήσω κανέναν ψευτοκωλυσιεργώντας με τα περί ματαιότητας εκ του ασφαλούς. Γιατί όσο και να το κρύβεις, μπαμ κάνει πως και μες στην απελπισία σου, ακόμα πιστεύεις ότι είσαι καλύτερος από τους άλλους. Με έναν συμπλεγματικό τρόπο τις περισσότερες φορές. Γιατί είσαι μεν υπερόπτης, αλλά όχι αρκετά σίγουρος για τον εαυτό σου και νιώθεις ότι άνθρωποι σαν εμένα σε απειλούν.

-Συμπαθητικά τα έλεγες πριν, αλλά τώρα το γάμησες. Δεν γίνεται εν μία νυκτί να γυρίσω όλη την οπτική μου τούμπα.

-Μην κάνεις πως δεν καταλαβαίνεις. Και στο σχολείο το ίδιο ήσουν. Νόμιζες πως όλοι σε παραμέρισαν ενώ τους σνόμπαρες από την πρώτη στιγμή. Σίγουρα, δεν λέω, όλοι έχουν δικαίωμα να είναι λίγο πιο κλειστοί, αλλά εσύ φερόσουν σαν αρχίδι και μετά κλαιγόσουν που ήταν σπασμένοι μαζί σου. Δεν έβγαζες νόημα. Δεν καταλάβαινες ούτε τότε ούτε τώρα πως δεν υπάρχει κάποιος συγκεκριμένος τρόπος επικοινωνίας με τους άλλους που εσύ αγνοείς, ούτε όλοι είναι μιλημένοι και εσύ έξω από το κόλπο- όλα είναι χάος. Υπάρχουν τετράκις τρόποι για να σταματήσεις να παλεύεις μόνος το μυαλό σου, και κανένας δεν περιέχει να στέλνεις τους άλλους στα τρελάδικα με τις συμπεριφορές σου. Περιμένοντας τον έναν άνθρωπο που θα σε ανέχεται και θα σε καταλαβαίνει, προσπερνάς μια ουρά από άλλους με όλη τη καλή διάθεση να σε βοηθήσουν. Τέτοιου είδους μανιχαϊσμοί περί κατάλληλων και ακατάλληλων ανθρώπων σε έκανε πιο αποκομμένο από εκείνους και τίποτε άλλο. Έτσι ήσουν τότε, έτσι είσαι και τώρα. Μόνο λίγο πιο δικαιολογημένος και αρκετά πιο αγενής.

-Άρα είμαι ελιτιστής;

-Πιο πολύ αδιάφορος για τους άλλους και γεροπαράξενος πριν την ώρα σου.

-Μαμούχαλος δηλαδή.

-Συ είπας.

-Μου φαίνεται αστείο να το λες αυτό, επειδή πάντα πίστευα λίγο πολύ ότι εμείς οι δύο μοιάζουμε.

-Υπό ποια έννοια;

-Δεν ξέρω. Είχα την αίσθηση ότι ξέρω πάνω κάτω γιατί κάνεις ό,τι κάνεις και φέρεσαι όπως φέρεσαι, χωρίς να σε κρίνω ή να σε χαίρομαι. Είχες πάντα μια τρέλα να αποδείξεις ότι μπορούσες να ξεπεράσεις τους άλλους στο οτιδήποτε, μόνο και μόνο για να μη βρουν πάτημα να σου την πουν. Είχε γίνει έκδηλο μετά από λίγο. Πρώτη στο διαγωνισμό μαθηματικών, πρώτη στα ποιήματα στις εθνικές γιορτές, πρώτη στην έκθεση για το περιβάλλον…

-Πρώτη στο τρέξιμο. Ακόμα ξεχνάς βλέπω, σαν τους άλλους κι εσύ, την ξεφτίλα. Ξέρεις, που ένα κορίτσι τους περνούσε όλους, ακόμη και τα μελλοντικά γομάρια των ΤΕΦΑΑ.

-Και σε χίλια άλλα, σίγουρα, μα η όλη προσπάθεια έβγαινε προς τα έξω ως επίδειξη και δήθεν. Δεν λέω μόνο για εμένα, όλοι το είχαν παρατηρήσει και δεν ήταν μόνο από ζήλια. Επιζητούσες την προσοχή ακόμη και στα πιο περίεργα ζητήματα που κανείς δεν υπερηφανευόταν εξ αρχής. Θυμάμαι είχες φέρει μια μέρα ένα πακέτο προφυλακτικά στο γυμνάσιο και έλεγες ότι ήταν του Αντουάν από την δευτέρα λυκείου που το έκανες μαζί του.

-Και εσύ τι πιστεύεις; Για πες, το έκανα;

-Κανείς δεν μπορεί να ξέρει αν έλεγες αλήθεια, αλλά δεν ένοιαζε πραγματικά και κανέναν. Σημασία είχες ότι εσύ ήθελες να μαθευτεί κάτι τέτοιο για εσένα. Σαν να σε ευχαριστούσε ένα πράγμα.

-Η αλήθεια είναι ότι μου φαινόταν τόσο διασκεδαστικό να βλέπω έστω το μάτι σας να γυρίζει απαξιωτικά και παράξενα. Όλοι είχατε μάθει να κουβαλάτε από τότε την αμηχανία σας στην πλάτη, μην σας πουν τίποτα και μην σας θίξουν, που με εκνεύριζε αφάνταστα. Τώρα αν με τις μαλακίες μου κατάφερνα να σας την ρίχνω κάτω- έστω και εις βάρος μου- και συνεχίζω με την ίδια επιτυχία ως σήμερα, νομίζω πως αξίζω συγχαρητήρια και όχι την απαξίωση της “πουτάνας και ξερόλας”.

-Για αυτό λέω ότι άλλαξες. Δεν φαίνεται να το διασκεδάζεις πλέον, Σου. Είσαι κολλημένη πια μαζί μας και δεν μπορείς να εκπλήξεις κανέναν σε τίποτα. Γίνεται όλο και δυσκολότερο να αναδείξεις τον εαυτό σου γιατί κανείς δεν νοιάζεται. Η πραγματικότητα ήρθε και μας σήκωσε. Κανείς δεν έχει άλλο χρόνο εδώ πέρα να ασχοληθεί με τον δίπλα, όλοι κοιτάνε να παίξουν με την τύχη τους,να πάρουν το χαρτί και να του δίνουν.

-Ένας λόγος παραπάνω τότε. Εφόσον τα πράγματα είναι τόσο δυστοπικά και για τα κλάματα για όλους όπως λες, δεν αξίζει να σπάσουμε λίγη πλάκα; Αν όλοι κυνηγούν το έπαθλο και το ταξίδι-δώρο στις Μπαχάμες, δεν φταίει ο κλόουν διαγωνιζόμενος που κοροϊδεύει το κοινό αλλά το ίδιο το τηλεπαιχνίδι που υπάρχει. Όλα τα άλλα είναι μιζέριες και κλαψουρίσματα στα αφτιά μου.

-Υπάρχει κάποιο χάσμα μεταξύ μας που δεν μπορώ να καταλάβω από που βγαίνει. Δηλαδή τι το κακό έχει να προσπαθεί κάποιος για την προσωπική του ευτυχία και το μέλλον του; Τι το κακό έχει ο αγώνας στην εξασφάλιση μιας ευκολότερης ζωής;

-Κακό κανένα, αλλά υπάρχει κάποιο θέμα στην υπονόμευση του γενικότερου καλού με το βλέμμα στο μέλλον του συνόλου. Η ευτυχία δεν είναι μόνο προσωπική σου υπόθεση και η εξασφάλιση που ζητάς είναι στον πυρήνα της ανθρωποφάγα. Εσύ και οι υπόλοιποι προτείνετε βολικά και βάρβαρα ημίμετρα γιατί το ουσιαστικό σάς φαίνεται βουνό. Είσαι διατεθειμένος να πατήσεις πάνω σε πτώματα για να νιώσεις εσύ προσωπικά καλύτερα;

-Εσύ είσαι διατεθειμένη ακόμη και να σκοτώσεις στο όνομα ενός καλύτερου μέλλοντος;

-Είμαι διατεθειμένη να κάνω το καλύτερο δυνατό με την μικρότερη απώλεια. Ανθρώπινη, υλική, οποιαδήποτε. Δεν τρέφω αυταπάτες, για να σε προλάβω, μα δεν θα αφήσω να με φάει το σκοτάδι κιόλας.

-Όμως πολύ φοβάμαι ότι θα φας τα μούτρα σου με τον ένα ή τον άλλο τρόπο. Όσο δίκαιο και αν είναι αυτό που περιμένεις, στην πραγματικότητα παλεύεις ολομόναχη. Πιστεύω η ίδια η αποκάλυψη θα σε καταρρακώσει και αν δεν αρνηθείς τις προσπάθειες σου, τότε σίγουρα θα τις μετανιώσεις. Δεν στο λέω γιατί θέλω να πληγωθείς, αλλά γιατί νιώθω ότι και οι δύο πάμε ολοταχώς προς το κενό.

-Ίσως, και μάλιστα με διαφορετικές ταχύτητες. Κι εγώ έχω σκεφτεί πως μπορεί να καταλήξεις, αλλά δεν καταλαγιάζω κάπου. Δεν σου έτυχαν και λίγα μέχρι να έρθεις στην Ελλάδα και σίγουρα δεν σου έλειψαν τα βάσανα ως τώρα. Απλά μου φαίνεται αρκετά δύσκολο να φτιάξω ένα χάπι εντ για εσένα στο μυαλό μου, γιατί δεν φαίνεται να σου βγαίνει η εξίσωση. Δεν ξέρω τι θα σε κάνει χαρούμενο, όπως δεν ξέρω αν έχεις άλλο κουράγιο να προσπαθείς για όλο αυτό τριγύρω. Ελπίζω για το καλύτερο σου αλλά νιώθω πως πρέπει να προετοιμαστώ για τα χειρότερα.

-Μιλάμε σαν μελλοθάνατοι πάλι. Δεν το μπορώ.

-Ούτε εγώ.

-Θέλω να πω τόσα πολλά μαζί σου, αλήθεια, όμως καταλήγουμε πάντα στο ίδιο σημείο κι αυτό μου φέρνει μια αμηχανία που ήλπιζα να μην είχα μαζί σου.

-Καταλαβαίνω. Δεν έψαχνες για κάτι σαν εμένα μάλλον.

-Κάθε άλλο, αυτό ήθελα, απλώς το γεγονός ότι δεν με ικανοποιεί ούτε αυτό με τρομάζει. Αν δυσκολεύομαι στο μεταξύ μας, δεν νομίζω πως έχω κάτι παραπάνω να περιμένω από κανέναν τρίτο, ούτε καν εμένα.

-Μην το λες αυτό. Στο τέλος θα πείσεις τον εαυτό σου. Έτσι και τον πείσεις τελείωσες.

-Εσύ φοβάσαι την αποτυχία σαν ενδεχόμενο, εγώ φοβάμαι την αποτυχία σαν κάτι το προγραμματισμένο. Νομίζω αυτό είναι το χάσμα μας. Εσύ έχεις τα “αν” και εγώ έχω τα “θα”. Έτσι τα μοιράσαμε μεταξύ μας και καταλήξαμε έννοιες ασυμβίβαστες και μάταιες ο ένας για τον άλλο. Και με πονάει όσο δεν πάει αυτό. Δεν θέλω να είμαι έτσι πια μαζί σου. Δεν θέλω να σε χάσω.

-Κι εγώ δεν θέλω να χαθώ.

-Είναι και που δεν είμαι καλός στις χαιρετούρες. Είναι και που είχα διαβάσει κάπου ότι κάθε αποχωρισμός είναι κι ένας μικρός θάνατος.

-Πίσω από κανένα φύλλο ημερολογίου μάλλον. Να λέγαμε τουλάχιστον και καμία συνταγή, πάει στο διάολο. Όλο στο ψυχοπλάκωμα την βγάζουμε.

-Οπότε τι να πούμε, αν όχι “αντίο”;

-Τίποτα δεν χρειάζεται να πούμε. Μπορούμε να κάτσουμε εδώ πάνω μέχρι ένας από τους δύο να βαρεθεί. Ή μέχρι κάποιος από τους δυο μας να λύσει την εξίσωση.

-Καλά στερνά, λοιπόν.

-Γαμιέσαι. Πραγματικά όμως, γαμιέσαι.

Το ξέρω.

<Tyler, The Creator ft Estelle - Garden Shed>