Λοιπόν εεε... "κόμμονάλεξ_", "Κόμμον Άλεξ", "κΟμΜοΝ άΛεΞ"..;
Το ίδιο είναι, όπως βολεύεσαι, δεν μου πέφτει λόγος. Το κόμμονάλεξ_ εδώ χρησιμεύει ως γιούζερνεϊμ και ψευδώνυμο μαζί, μιας και τα βαφτιστικά μοιάζουν ξεπερασμένα για τον σκοπό τους. Ένα όνομα που σου δόθηκε μια μέρα στο έτσι χωρίς επιλογή δεν μπορεί να αντικατοπτρίζει τι κουμάσι είσαι σήμερα, και οι άνθρωποι το καταλαβαίνουν αυτό σιγά σιγά. Θέλω να πω, πόσοι σε αναγνωρίζουν σήμερα με το όνομα που κονόμησες απ’ τη γιαγιά ή τον παππού και πόσοι σε έχουν στο μυαλό τους σαν τον tzimhs_motorhead13 τον τρελάκια που ανεβάζει κάθε μέρα αυτές τις μαλακίες για στόρι και σκιπάρουν μέχρι και οι πρώην; Πόσοι ξέρουν τον Μπρους και πόσοι τον Μπάτμαν; Πόσοι τον Ανδρέα και πόσοι τον Εθνικό Σταρ;
Πως και προέκυψε μια ποιητική συλλογή- ξές τώρα- ζώντας και αναπνεόντας στο <<βάλε τρέχον έτος εδώ>>; Δηλαδή, τι σκατά;
Εδώ έχεις ένα δίκιο και σε νιώθω (γέλια). Ξέρω καλά πόσο κρίντζι, χαζά και μίζερα είναι τα poetry slams, πόση δηθενιά κρύβεται στα χάικου στο φβ της θείας σου και πόσο κουραστικές είναι οι αράδες χωρίς ίχνος μπέισικ συνοχής παρά μόνο μπόλικα έντερ στην μέση κάθε πρότασης (ξεκαρδίσματα). Για αυτό προσπάθησα να μην υπάρχει στίχος άνευ λόγου. Έμεινε μόνο ό,τι ήθελα να επικοινωνήσω όσο γίνεται πιο διάφανα και λιγότερο φλύαρα για να πείσω πως ό,τι έκανα νόημα και θέση (απίστευτα χωρατά, δεν αφήσαμε άντερο που λένε, τώρα ψέλνει ο παπάς και μας πετάνε χώμα γιατί πεθάναμε απ’ τα πολλά τα χωρατά).
Μμμ, ακούγεσαι κομματάκι ενοχικός. Σαν να ντρεπόσουν να κάνεις κάτι τέτοιο. Γιατί έτσι ρε κοινέαλέκο_;
Ήταν το πιο φυσικό που μου ‘βγαινε να κάνω σαν μια ολοκληρωμένη δουλειά. Η πρόζα και τα διηγήματα είναι καλούτσικα, οκ, όμως πάντα πρέπει να κρύβω αυτά που θέλω να πω πίσω από μια αρκετά πΙαΣάΡιΚη ιστοριούλα που θα αξίζει αρκετά ώστε να μπει κανείς στον κόπο να την διαβάσει- έστω για τα εσθέτικζ. Με την ποίηση κόβω απ’ τη μία τον μεσάζοντα κι απ’ την άλλη έρχομαι πιο κοντά στο φόρματ τέχνης που προτιμώ περισσότερο, τα άλμπουμ. Χρησιμοποίησα μια προσέγγιση σαν να γράφω τον “δίσκο” μου, είτε ακολουθώντας συχνά κάποιο μπιτ στο μυαλό μου είτε σχεδιάζοντας τη δομή αυτών που σκόπευα να αποτυπώσω. Έτσι η συλλογή αποτελείται τελικά από 12 ”κομμάτια”- αρκετά για να περάσει μια αίσθηση (ή κάποιο ψήγμα κατάστασης) χωρίς να κουράζει. Ξέρω με τι αντοχές έχω να κάνω. Δεν θέλω να αγγαρέψω. Θέλω να συνομιλήσω με κάποιον τόσο όσο χρειαστεί για να πιάσει κάπως καλύτερα τα μυαλά που κουβαλάω.
Πολύ ψαγμένο αυτό, μαν μου. Ό,τι πρέπει για να μπουν οι Αισθητήρες στα κείμενα β' λυκείου του μέλλοντος μαζί με τον Δεγαμινιώτη, την Λένα Μαντά και τον τύπο που απήγγειλε τα τρελά αεροπλάνα στον Τσουκαλά.
Δεν τρέφω αυταπάτες, οι Αισθητήρες δεν πρόκειται να "μπουν" πουθενά. Όχι ότι δεν το ‘θελα, κατά μια έννοια. Ήταν να εκτυπώσω 40 αντίτυπα σαν τσάπμπουκ και να τα δίνω τζαμπέ σε όποια ταλαίπωρη ψυχή θα ‘θελε, μα ο κόσμος μετετράπη σε ένα τεράστιο κατανεμημένο δυστοπικό φέιμ στόρυ χωρίς δωμάτιο επικοινωνίας ή Μικρούτσικο αλλά κραυγές στα μπαλκόνια και ανθρώπους να σπαμάρουν 24/7 ότι όλοι θα πεθάνουμε. Δεν μου πήρε πολύ να καταλάβω μέσα από τις συγκυρίες ότι κάτι τέτοιο δεν θα ταίριαζε στους Αισθητήρες έτσι και αλλιώς. Είναι ένα προϊόν του ίντερνετ και της απομόνωσης, δεν μπορεί να παίξει εκτός έδρας. Αυτή η διαπίστωση διαλύει από μόνη της όποιο υποδόριο ψώνιο είχα να δω τις μαλακίες μου τυπωμένες για να πιάνουν σκόνη στις βιβλιοθήκες ώστε να καμώνομαι μετά πόσο συγγραφέας είμαι.
Κοίτα από τη μία βγάζει νόημα αυτό που λες όμως στο πούτσο μας μωρέ μα-λά-κα τράβα βρες καμιά δουλειά που μου θες και βιβλίο άντε μαλάκα ε μαλάκα.
Προσπαθώ τόσο πολύ να μην περάσω ως κάποιο κυνικό τσογλανάκι που και κάνει τον ξερόλα για να δειχθεί. Αλήθεια. Όμως, καταλαβαίνω πόσο μπορεί να "αξίζει" ένα μάτσο ποιήματα αυτή τη στιγμή (σπόιλερ: λίγο λιγότερο απ’ το τίποτα). Ο Ντεμπόρ είχε γράψει ότι μορφές έκφρασης όπως η ποίηση είναι καταδικασμένες, κάτι που κατανοώ και συμμερίζομαι. Παρόλα αυτά δεν σκοπεύω καμία “νεκρανάσταση”- η νοσταλγία είναι μια δειλή προσέγγιση στον φόβο της αβεβαιότητας του σήμερα. Γράφω για το τώρα, ως ένας άνθρωπος που ζει σύγχρονα και τρώει τα σκατά του παρόντος. Κάθε τι άλλο είναι μια άτσαλη τυμβωρυχία που ουρλιάζει “μπούχου μπούχου γεννήθηκα στη λάθος γενιά“, όσες καλές προθέσεις και να ‘χει κανείς.
Και γιατί ν’ ασχοληθεί κάποιος ρε μεγάλε;
Ξέρω ‘γω;
Η στείρα έκφραση μόνο και μόνο για την ίδια την έκφραση που συναντάς σε βαρετές εκθέσεις, γλυκανάλατη κλασική λογοτεχνία ή fake deep χαζοτράγουδα πάντοτε με ενοχλούσε και πάντοτε έψαχνα εναλλακτικές που θα προσπερνούσαν τέτοιες μίζερες πίπες για να χαράξω κάποιες χαλαρές γκρίζες παράλληλες με αυτό που ζούσα εγώ.
Έλα όμως που τέτοιες εναλλακτικές λιγόστεψαν και άρχισε το κάψιμο στο λαιμό μου και το χέρι μου. Δεν μπορούσα πια να νιώσω από άλλους ξενιστές και το “εντάξει μωρέ θα το κάνω εγώ” δεεεν πήγε και πολύ καλά. Έλιωσα. Άρχιζα να αυτολογοκρίνομαι θεωρώντας ότι απέφευγα την δηθενιά και τεμπελιά των “άλλων”. Έπεσα με τα μούτρα στην κυριολεξία μ’ ένα μαλακισμένο σύμπλεγμα τελειομανίας ώστε τα γραπτά μου να μπορούν να αντέξουν στο χρόνο για να μη τα ντρέπομαι αργότερα σαν σαντ φάνφικς κάποιου που χρειάζεται επειγόντως φίλους (και μέχρι σήμερα δεν μπορώ να διαβάσω κάτι που έγραψα χωρίς να νιώσω ότι με κλώτσησαν στ’ αρχίδια).
Έχω ξεσυνηθίσει να μιλώ για αυτό που με καταναλώνει με τον φόβο ότι θα φανώ τετριμμένος. Έχω χάσει τις λέξεις για να με εκφράσω και δεν μπορώ να νιώσω τίποτα πια γύρω μου. Αλλά τώρα το φτιάχνω κάπως, αλήθεια. Καταλαβαίνω πλέον πόσο μάταια έψαχνα μόντες για να συνδεθώ πάλι με τον κόσμο μέχρι να προκύψουν οι Αισθητήρες για να με βοηθήσουν. Για να θυμηθώ ξανά την ανθρωπιά μου και να την αγκαλιάσω. Για να δείξω την φθορά που μου προξένησε η αποσύνδεση. Για να εξετάσω μία δεύτερη φορά όσα φουντώνουν την αντίδραση, την δυσθυμία, την καύλα και την δημιουργικότητα μέσα μου.
Αυτή είναι η αφετηρία για κάτι που είχε ήδη τερματίσει.
Αυτές είναι οι μετρήσεις που έλαβα ως τώρα απ’ τους νέους Αισθητήρες μου.
Το ίδιο είναι, όπως βολεύεσαι, δεν μου πέφτει λόγος. Το κόμμονάλεξ_ εδώ χρησιμεύει ως γιούζερνεϊμ και ψευδώνυμο μαζί, μιας και τα βαφτιστικά μοιάζουν ξεπερασμένα για τον σκοπό τους. Ένα όνομα που σου δόθηκε μια μέρα στο έτσι χωρίς επιλογή δεν μπορεί να αντικατοπτρίζει τι κουμάσι είσαι σήμερα, και οι άνθρωποι το καταλαβαίνουν αυτό σιγά σιγά. Θέλω να πω, πόσοι σε αναγνωρίζουν σήμερα με το όνομα που κονόμησες απ’ τη γιαγιά ή τον παππού και πόσοι σε έχουν στο μυαλό τους σαν τον tzimhs_motorhead13 τον τρελάκια που ανεβάζει κάθε μέρα αυτές τις μαλακίες για στόρι και σκιπάρουν μέχρι και οι πρώην; Πόσοι ξέρουν τον Μπρους και πόσοι τον Μπάτμαν; Πόσοι τον Ανδρέα και πόσοι τον Εθνικό Σταρ;
Πως και προέκυψε μια ποιητική συλλογή- ξές τώρα- ζώντας και αναπνεόντας στο <<βάλε τρέχον έτος εδώ>>; Δηλαδή, τι σκατά;
Εδώ έχεις ένα δίκιο και σε νιώθω (γέλια). Ξέρω καλά πόσο κρίντζι, χαζά και μίζερα είναι τα poetry slams, πόση δηθενιά κρύβεται στα χάικου στο φβ της θείας σου και πόσο κουραστικές είναι οι αράδες χωρίς ίχνος μπέισικ συνοχής παρά μόνο μπόλικα έντερ στην μέση κάθε πρότασης (ξεκαρδίσματα). Για αυτό προσπάθησα να μην υπάρχει στίχος άνευ λόγου. Έμεινε μόνο ό,τι ήθελα να επικοινωνήσω όσο γίνεται πιο διάφανα και λιγότερο φλύαρα για να πείσω πως ό,τι έκανα νόημα και θέση (απίστευτα χωρατά, δεν αφήσαμε άντερο που λένε, τώρα ψέλνει ο παπάς και μας πετάνε χώμα γιατί πεθάναμε απ’ τα πολλά τα χωρατά).
Μμμ, ακούγεσαι κομματάκι ενοχικός. Σαν να ντρεπόσουν να κάνεις κάτι τέτοιο. Γιατί έτσι ρε κοινέαλέκο_;
Ήταν το πιο φυσικό που μου ‘βγαινε να κάνω σαν μια ολοκληρωμένη δουλειά. Η πρόζα και τα διηγήματα είναι καλούτσικα, οκ, όμως πάντα πρέπει να κρύβω αυτά που θέλω να πω πίσω από μια αρκετά πΙαΣάΡιΚη ιστοριούλα που θα αξίζει αρκετά ώστε να μπει κανείς στον κόπο να την διαβάσει- έστω για τα εσθέτικζ. Με την ποίηση κόβω απ’ τη μία τον μεσάζοντα κι απ’ την άλλη έρχομαι πιο κοντά στο φόρματ τέχνης που προτιμώ περισσότερο, τα άλμπουμ. Χρησιμοποίησα μια προσέγγιση σαν να γράφω τον “δίσκο” μου, είτε ακολουθώντας συχνά κάποιο μπιτ στο μυαλό μου είτε σχεδιάζοντας τη δομή αυτών που σκόπευα να αποτυπώσω. Έτσι η συλλογή αποτελείται τελικά από 12 ”κομμάτια”- αρκετά για να περάσει μια αίσθηση (ή κάποιο ψήγμα κατάστασης) χωρίς να κουράζει. Ξέρω με τι αντοχές έχω να κάνω. Δεν θέλω να αγγαρέψω. Θέλω να συνομιλήσω με κάποιον τόσο όσο χρειαστεί για να πιάσει κάπως καλύτερα τα μυαλά που κουβαλάω.
Πολύ ψαγμένο αυτό, μαν μου. Ό,τι πρέπει για να μπουν οι Αισθητήρες στα κείμενα β' λυκείου του μέλλοντος μαζί με τον Δεγαμινιώτη, την Λένα Μαντά και τον τύπο που απήγγειλε τα τρελά αεροπλάνα στον Τσουκαλά.
Δεν τρέφω αυταπάτες, οι Αισθητήρες δεν πρόκειται να "μπουν" πουθενά. Όχι ότι δεν το ‘θελα, κατά μια έννοια. Ήταν να εκτυπώσω 40 αντίτυπα σαν τσάπμπουκ και να τα δίνω τζαμπέ σε όποια ταλαίπωρη ψυχή θα ‘θελε, μα ο κόσμος μετετράπη σε ένα τεράστιο κατανεμημένο δυστοπικό φέιμ στόρυ χωρίς δωμάτιο επικοινωνίας ή Μικρούτσικο αλλά κραυγές στα μπαλκόνια και ανθρώπους να σπαμάρουν 24/7 ότι όλοι θα πεθάνουμε. Δεν μου πήρε πολύ να καταλάβω μέσα από τις συγκυρίες ότι κάτι τέτοιο δεν θα ταίριαζε στους Αισθητήρες έτσι και αλλιώς. Είναι ένα προϊόν του ίντερνετ και της απομόνωσης, δεν μπορεί να παίξει εκτός έδρας. Αυτή η διαπίστωση διαλύει από μόνη της όποιο υποδόριο ψώνιο είχα να δω τις μαλακίες μου τυπωμένες για να πιάνουν σκόνη στις βιβλιοθήκες ώστε να καμώνομαι μετά πόσο συγγραφέας είμαι.
Κοίτα από τη μία βγάζει νόημα αυτό που λες όμως στο πούτσο μας μωρέ μα-λά-κα τράβα βρες καμιά δουλειά που μου θες και βιβλίο άντε μαλάκα ε μαλάκα.
Προσπαθώ τόσο πολύ να μην περάσω ως κάποιο κυνικό τσογλανάκι που και κάνει τον ξερόλα για να δειχθεί. Αλήθεια. Όμως, καταλαβαίνω πόσο μπορεί να "αξίζει" ένα μάτσο ποιήματα αυτή τη στιγμή (σπόιλερ: λίγο λιγότερο απ’ το τίποτα). Ο Ντεμπόρ είχε γράψει ότι μορφές έκφρασης όπως η ποίηση είναι καταδικασμένες, κάτι που κατανοώ και συμμερίζομαι. Παρόλα αυτά δεν σκοπεύω καμία “νεκρανάσταση”- η νοσταλγία είναι μια δειλή προσέγγιση στον φόβο της αβεβαιότητας του σήμερα. Γράφω για το τώρα, ως ένας άνθρωπος που ζει σύγχρονα και τρώει τα σκατά του παρόντος. Κάθε τι άλλο είναι μια άτσαλη τυμβωρυχία που ουρλιάζει “μπούχου μπούχου γεννήθηκα στη λάθος γενιά“, όσες καλές προθέσεις και να ‘χει κανείς.
Και γιατί ν’ ασχοληθεί κάποιος ρε μεγάλε;
Ξέρω ‘γω;
Η στείρα έκφραση μόνο και μόνο για την ίδια την έκφραση που συναντάς σε βαρετές εκθέσεις, γλυκανάλατη κλασική λογοτεχνία ή fake deep χαζοτράγουδα πάντοτε με ενοχλούσε και πάντοτε έψαχνα εναλλακτικές που θα προσπερνούσαν τέτοιες μίζερες πίπες για να χαράξω κάποιες χαλαρές γκρίζες παράλληλες με αυτό που ζούσα εγώ.
Έλα όμως που τέτοιες εναλλακτικές λιγόστεψαν και άρχισε το κάψιμο στο λαιμό μου και το χέρι μου. Δεν μπορούσα πια να νιώσω από άλλους ξενιστές και το “εντάξει μωρέ θα το κάνω εγώ” δεεεν πήγε και πολύ καλά. Έλιωσα. Άρχιζα να αυτολογοκρίνομαι θεωρώντας ότι απέφευγα την δηθενιά και τεμπελιά των “άλλων”. Έπεσα με τα μούτρα στην κυριολεξία μ’ ένα μαλακισμένο σύμπλεγμα τελειομανίας ώστε τα γραπτά μου να μπορούν να αντέξουν στο χρόνο για να μη τα ντρέπομαι αργότερα σαν σαντ φάνφικς κάποιου που χρειάζεται επειγόντως φίλους (και μέχρι σήμερα δεν μπορώ να διαβάσω κάτι που έγραψα χωρίς να νιώσω ότι με κλώτσησαν στ’ αρχίδια).
Έχω ξεσυνηθίσει να μιλώ για αυτό που με καταναλώνει με τον φόβο ότι θα φανώ τετριμμένος. Έχω χάσει τις λέξεις για να με εκφράσω και δεν μπορώ να νιώσω τίποτα πια γύρω μου. Αλλά τώρα το φτιάχνω κάπως, αλήθεια. Καταλαβαίνω πλέον πόσο μάταια έψαχνα μόντες για να συνδεθώ πάλι με τον κόσμο μέχρι να προκύψουν οι Αισθητήρες για να με βοηθήσουν. Για να θυμηθώ ξανά την ανθρωπιά μου και να την αγκαλιάσω. Για να δείξω την φθορά που μου προξένησε η αποσύνδεση. Για να εξετάσω μία δεύτερη φορά όσα φουντώνουν την αντίδραση, την δυσθυμία, την καύλα και την δημιουργικότητα μέσα μου.
Αυτή είναι η αφετηρία για κάτι που είχε ήδη τερματίσει.
Αυτές είναι οι μετρήσεις που έλαβα ως τώρα απ’ τους νέους Αισθητήρες μου.
Όνλαϊν εσθέτικς διάβασμα στο commonsensors.github.io
pdf για τους μερακλήδες στα ελληνικά εδώ
pdf για τα ιντερνάσιοναλ μωράκια στα εγγλέζικα εδώ
ναι πήρα συνέντευξη από τον εαυτό μου τι θες τώρα
τουλάχιστον δεν πήγα αρναούτογλου