13.10.19

Αφροδίτη


(πάτα το δε δαγκάνει)


    Κατά τύχη τους έπιασε το μάτι μου. Ούτε που κατάλαβα τι γινόταν μες στο ξημέρωμα- όταν πάρκαρα τελείως εκείνη ήταν ήδη πεσμένη και ένας βαψομαλλιάς σκατόγερος με το άσπρο το πουκαμισάκι της πάταγε κλωτσιές στα πλευρά. Πατάω μια φωνή και γυρνάει το ραμόλι με μουστάκι έτοιμο για τις απόκριες ήδη από τα τέλη του Σεπτέμβρη. Ξεκινάω ένα σπριντ (και καλά, που πνευμόνια τώρα για τέτοια) κι αυτός τινάζεται χεσμένος σε ένα πράσινο σιτροέν που έχει γίνει κώλος από τα βουλιάγματα. Στο τσακ γλίτωσε από τα χέρια μου το αρχίδι.

-Δεν έπρεπε να το κάνεις αυτό.

-Είσαι... Είστε καλά; Όχι απότομες κινήσεις, έχω φαρμακείο στο φορτηγό.

-Ε όχι και πληθυντικός, ρε παλικάρι μου.

    Με κορακί μαλλί, μια μαύρη μακριά ρόμπα κιμονό δεμένη στη μέση και χοντρά γυαλιά να κρύβουνε τα μάτια της η ηλικία της θα είναι κάπου στα πενήντα, βάλε βγάλε δυο χρονάκια. Αίμα πάντως πουθενά, στο χείλος λίγο και στη πλάτη από την άσφαλτο- τα υπόλοιπα απλά μελανιές από χέρι και παπούτσι. Της βάζω εκεί κάτι αρχαία μπεταντίν με τραυμοπλάστ που βρήκα και την σηκώνω με αργές κινήσεις φοβισμένος μην έσπασε τίποτα μέσα και δεν της φαίνεται. Αλλά και που σηκώθηκε και την βλέπω λίγο καλύτερα πάλι δεν μου φαίνεται καλά.

-Μη το ξύνεις, άστο να ποτίσει. Κέντρο υγείας, γιατρό έχει εδώ κοντά;

-Εσύ τι λες;

    Ηλίθια ερώτηση. Τι δουλειά να έχει το κέντρο υγείας κοντά στο πάρκινγκ του Σείριου; Εδώ δεν έχει ούτε Γκούντις πια, γιατρό θα έχει; Αμήν κάνουμε για έναν καφέ, μια τυρόπιτα και ένα κατούρημα χωρίς να πάθουμε καμιά σύφιλη εδώ πέρα.

-Που είναι το αμάξι σου;

-Δεν έχω.

-Σε φέρανε;

    Τα γυαλιά της έπεσαν απ’ την ολόισια μύτη της για να φανούν τα μουτζουρωμένα βλέφαρα της να μου κάνουν νόημα στα δεξιά. Αμάξι πράγματι δεν υπήρχε. Μόνο ένα εγκαταλελειμμένο βενζινάδικο, μια παιδική χαρά πνιγμένη στα αγριόχορτα και ένα κιτρινισμένο τροχόσπιτο πέντε επί τρία με μια γαλάζια γραμμή στο πλάι. Την κοιτάω για επιβεβαίωση και την πάω στράτα στρατούλα μέχρι μια σπαστή καρέκλα διακοπών στημένη ακριβώς δίπλα στην ορθάνοιχτη πόρτα του τροχόσπιτου.

-Με λένε... Αφροδίτη. Εσένα;

Ο δισταγμός της λίγο πριν το όνομα κατάφερε και χτύπησε όλα τα καμπανάκια που υπήρχαν.

-Έχει σημασία;

    Δεν πειράχτηκε. Είτε ξέρει το όνομα μου είτε όχι το ίδιο της είναι, κουβέντα να γίνεται- αρκεί να μην την ρωτάω τι της ήταν αυτός ο μαλάκας που την χτυπούσε σαν χταπόδι μόλις πριν λίγο.

-Αυτό να μου πεις. Πόσο είσαι;

-Κλεισμένα τριαντατρία.

-Μωρέ μπράβο. Και δεν σου φαίνεται. Και για εικοσιέξι θα περνούσες, πανάθεμα σε.

    Αρκετή κουβέντα δηλαδή. Τόση που κάνει να βγάλει καρέκλα να κάτσω δίπλα της. Κομπιάζω μια στιγμή να καταλάβω αν όλο αυτό είναι φλερτάκι ή αμήχανο κοπλιμέντο για “ευχαριστώ” επειδή βρέθηκα στο λάθος μέρος τη σωστή στιγμή.

-Συγγνώμη αλλά με έπιασες στο δρόμο για Ρουμανία. Κι αν δεν τηρήσω το πρόγραμμα θα μου κόψουνε τον κώλο.

Ούτε τώρα πειράχτηκε.

Ούτε πτοήθηκε όμως.

-Αυτά μας τα ‘παν κι άλλοι. Έχεις δει εσύ ποτέ άνθρωπο να πας να του πιάσεις την κουβέντα και να μην βιάζεται;

    Τελικά η Αφροδίτη λύνει την απορία μου ανοιγοκλείνοντας όλο νόημα την ρόμπα όσο μιλάει, λες και είμαι εγώ, τώρα αρραβωνιασμένος άνθρωπος με δυο μωρά, για τέτοιες ιστορίες. Που και να ήμουν δηλαδή, με δυο τρία βλέφαρα παραπάνω που ρίχνω στα πόδια και το στήθος η ιστορία δεν μου κάθεται. Κάνω λοιπόν τον ψόφιο κοριό αλλά εκεί αυτή. Και σκέψου ότι ούτε δέκα λεπτά πριν ήταν τάβλα.

-Κοίτα, δεν μπορώ να σε βοηθήσω άλλο. Και εξάλλου, πως να στο πω, εγώ δεν…

Προλαβαίνει και με κόβει από τα χειρότερα.

-”Δεν” τι; Δεν πας με πουτάνες ή με τρανς;

    Να πω δεν ντράπηκα; Ντράπηκα. Σίγουρα δεν θα ‘θελα να το πω έτσι μα πως αλλιώς θα το 'λεγα; Έμεινα με ένα γνέψιμο. Πάλι δεν θορυβήθηκε. Κουμπώνεται στοιχειωδώς και με πιάνει στην πάρλα (αφού δεν μ’ έπιασε πελάτη) ξεκινώντας κυριολεκτικά την ιστορία της ζωής της. Αμήχανο, σίγουρα, αλλά θα έλεγα ψέματα αν δεν μου φαινόταν κάπως ενδιαφέρον όλο αυτό.

    Γεννήθηκε, λέει, και μεγάλωσε σε μια επαρχιακή πόλη (δεν είπε ποια) με την γιαγιά της την Αφροδίτη (από εκεί και το όνομα) που τρεις φορές επισημαίνει πόσο άγιος άνθρωπος ήταν. Ρωτάω για γονείς και μετά από κάτι αξιομνημόνευτα καντήλια για εκείνους φτάνει η αφήγηση της στα δεκατέσσερα. Εκεί, λέει, παρατάει το σχολείο (κάτι που εξηγεί τον φτωχό τρόπο που εκφράζεται) και βρίσκεται με τα πολλά Θεσσαλονίκη για να αρχίσει να εκδίδεται.

-Ψεύτρα θα με έβγαζαν αν έλεγα ότι δεν μου καλάρεσε στη δουλειά, ειδικά στις αρχές. Μετά το αρχικό τρακ έρχεται η συνήθεια. Μια εβδομάδα να περάσεις εκεί πέρα και τίποτα μετά δεν θα σου ξανακάνει εντύπωση. Δεν φαντάζεσαι τι μούργα κυκλοφορεί. Τι βιτσιόζοι παντρεμένοι έτοιμοι για το Δαφνί, τι τσατσάδες που τα πρωινά τις έβλεπες στην τηλεόραση να ρωτάνε “που πάει αυτή η κοινωνία”, τι παπάδες... Καλά για παπάδες ακόμα δεν άκουσες τίποτα.

    Ενήλικη πλέον, η Αφροδίτη κατεβαίνει (όπως σκόπευε από πάντα) Αθήνα και βρίσκει μόνο κακομοιριά και βρώμα σε ένα υπόγειο της Κουμουνδούρου. Η απελπισία την στοιχειώνει και κάνει καιρό να φύγει γιατί δεν τα φανταζόταν τα πράγματα τόσο ανυπόφορα. Μαζεύει λίγα λίγα τα χρήματα και στα είκοσι της κάνει επιτέλους την εγχείρηση.

-Και πως ήταν μετά;

-Μέσα μου το ‘ξερα ότι εκεί θα γίνει το μπαμ- με το σώμα που έπρεπε να έχω. Φαντάσου πως κανένας καινούριος πελάτης δεν καταλάβαινε τη διαφορά, κι ακόμα και αν την καταλάβαινε αυτό ήταν το λιγότερο που τον απασχολούσε. Ήμουν μπροστά από όλες εκεί μέσα- όλες. Αλλά λίγο με ένοιαζαν αυτά, ήμουν για μεγαλύτερα πράγματα. Δεν θα έμενα για πάντα εκεί μέσα να με γαμάει κάθε καρυδιάς καρύδι για ψίχουλα. Για αυτό πείσμωσα και δούλεψα μέχρι να φτιάξω όνομα, μέχρι να με αναγνωρίζουν και να με συστήνουν, μέχρι να μπορώ να βγάλω όχι απλά λεφτά αλλά τα λεφτά. Και αυτό με έφαγε. Αυτό μου φούσκωσε τα μυαλά.

    "Μετακομίζει" έτσι στην Φυλής (φυσικά, που αλλού) και εδώ είναι που αρχίζει η ιστορία και μπάζει νερά. Ό,τι μου είπε ως τώρα ήταν ψιλοκλισέ, αλλά πιστευτά. Τώρα τα ξεπερνά, ισχυριζόμενη ότι έγινε τόσο ξακουστή που από “φτωχοπουτάνα” έγινε συνοδός πολυτελείας στο πι και φι (αυτό χωνεύεται, πράγματι θα ήταν όμορφη κάποτε) με πριβέ ραντεβού με επωνύμους. Μόνο τα ονόματα και τα ποσά που αραδιάζει μου βάζουν ψύλλους στα αφτιά. Συνεχίζει μετά λέγοντας ότι έφτασε να κυκλοφορεί Μερσεντές στο χωριό της γιαγιάς της και να την προσκαλούν προσωπικά όποτε μπάρκαρε ο στόλος των αμερικάνων σε Ρόδο και Κρήτη. Λες και έπαιζε στο “Καλώς ήρθε το δολάριο” του Φίνου, να πούμε.

-Δηλαδή έπεσε δουλειά, όχι αστεία.

-Δεν ήθελε πολύ να αρχίσουν να ασχολούνται μαζί μου περιοδικά και εκπομπές. Άλλες μέρες τότε. Τι ποσά σου έλεγα πριν; Ε αυτά ούτε που τα φαντάζεσαι. Τι “τραβέλι” με έλεγαν, τι “σατανά” και “ντροπή της φύσης”, ακόμα γελάω. Όταν έκλεινε η κάμερα να δεις τα παρακάλια τους όμως για φωτογράφηση ή συνέντευξη δεν λέγεται. Τέτοια ευκαιρία για δημοσιότητα δεν χάνεται εννοείται. Άσε που είναι και σκέτη πρέζα. Όλη αυτή η προσοχή σε κάνει να νιώθεις ότι κάτι κάνεις καλά.

    Πόση ώρα να πέρασε για να έχει βγει ο ήλιος και να μου ψήνει την πλάτη κανονικότατα; Κοιτάω ρολόι και βλέπω δέκα περασμένες. Σκατά. Τώρα θα περνούσα από Καμμένα Βούρλα. Πως της το ξεκόβω, ελπίζοντας ότι θα πάει τελικά μόνη στο γιατρό; Πως να ξεφύγω όσο ακόμα μιλάει το ίδιο αργά κοιτώντας με ευθεία στα μάτια;

-Ναι, μα...

-Ξέρω, τώρα δεν πολυφαίνεται, μα φαντάσου καθημερινά μόδιστρους να περνούν από το σπίτι μου στην Γλυφάδα για να πάω στις επιδείξεις τους. Σε τέτοιο σημείο ήμουν. Μάλιστα θα το πίστευες αν σου έλεγα ότι με πέτυχαν μια φορά στο αεροδρόμιο οι Ντόλτσε & Γκαμπάνα και μου έδωσαν την κάρτα τους;

Όχι. Όχι δεν θα το πίστευα.

-Οκέι όλα αυτά ρε Αφροδίτη αλλά κάτι δεν κολλάει. Εσύ τι κάνεις σήμερα εδώ;
    Δεν το πιστεύω ότι δεν θα περίμενε να πέσει αυτή η ερώτηση κάποια στιγμή, κι όμως έτσι συμπεριφέρεται. Ξεφυσάει πικρά και αφήνει το βλέμμα της στο υπερπέραν. Ξαφνικά η φωνή της αλλάζει στο πιο σοβαρό.

-Πιστεύεις  οι πουτάνες σκέφτονται το μέλλον; Γράφονται στο ΙΚΑ ή μαζεύουν ένσημα; Ειδικά οι τρανς. Οι πιο πολλές δεν σκέφτονται αν θα προλάβουν τα τριάντα, από άλλους ή από τις ίδιες. Εδώ εγώ δύο φορές κότεψα και τρεις φορές με πρόλαβαν, και μου λες εσύ αν σκεφτόμουν που θα είμαι στα γεράματα;

-Με όλα αυτά που λες εσύ θα έπρεπε τη δεκαετία του ‘90 να κάθεσαι πάνω σε εκατομμύρια, με όλες τις πόρτες ορθάνοιχτες. Τι συνέβη; Πως πας από Γλυφάδες, μερσεντές και συνεντεύξεις, ξέρεις… Εδώ;

    Όπου το εδώ υπενθυμίζω ότι είναι ένα ρημαγμένο τροχόσπιτο-σπίτι-γαμιστρώνας στην εθνική οδό με μπουρτζόβλαχους να την κλωτσάνε στο λαιμό.

-”Τι συνέβη”. Λες και εγώ δεν το ρώτησα ποτέ αυτό. Κάθομαι να σου πω δυο πράγματα για ‘μένα και εσύ με ρωτάς “τι συνέβη”. Τι να συνέβη; Τι πιστεύεις;

    Φαίνεται πραγματικά συγχισμένη που όχι μόνο την διέκοψα από την ιστορία της αλλά αμφισβήτησα και τα μούσια που πουλάει. Δεν γαμιέται, λέω, έχασα που έχασα την ώρα μου, να δούμε τουλάχιστον που καταλήγουν αυτές οι ψευδαισθήσεις περασμένων μεγαλείων. Έχω λίγο χρόνο ακόμα για χάσιμο.

-Πες μου να μάθω.

-Θα είναι το μέρος φαίνεται, δεν ξέρω. Εσύ, ας πούμε, ήρθες εδώ για μια στάση και μετά πάλι πίσω στη δουλειά. Και τι δουλειά, ένα τιμόνι έχεις και καθάρισες. Τις πουτάνες τις ρώτησες; Αυτές ένα κορμί έχουν και αυτό με ημερομηνία λήξης. Αν πουρέψουν, πάπαλα- αν προλάβουν. Αν δεν τους φάει το κορμί η σιχασιά. Αν δεν τους φάει η ανασφάλεια όταν όλα αρχίσουν να κρεμάνε, τα τηλέφωνα δεν θα χτυπάνε πια και θα φτάνεις στα παρακάλια για να ζήσεις γιατί οικογένεια να στηριχτείς γιοκ. Τρελαίνονται, βλέπεις, πιάνονται από όπου μπορούν για να συνεχίσουν να νιώθουν ότι όλο αυτό άξιζε και το έκαναν.

-Για αυτό μένεις εδώ; Για να νιώσεις ότι αξίζει; Για να σε σπάνε στο ξύλο οι βαψομαλλιάδες και να το δέχεσαι; Γιατί δεν ζητάς βοήθεια;

-Μα αυτή είναι η βοήθεια. Αυτός είναι ο μόνος έρχεται και μου πετάει κάνα δίφραγκο να ζήσω. Αυτός μόνο με πηδάει πλέον. Για αυτόν είμαι εδώ, και το τροχόσπιτο δικό του είναι. Στη Μαλακάσα μένει, κανονικά με γυναίκα, παιδιά, εγγόνια. Απλά θέλει που και που να το “ρίχνει έξω”, να γαμάει βερεσέ και αν του πεις ότι δεν μπορείς να ζεις άλλο έτσι να σηκώνει και το βρωμόχερο του γιατί φοβάται ότι η πουτάνα που πηδάει δεν του έχει αποκλειστικότητα. Αλλά τι στα λέω. Σάλιο χαλάω. Ούτε που με πιστεύεις ακόμα.

    Δεν ξέρω που λέει αλήθεια και που ψέματα, μόνο ότι αν τα έζησε και όλα αυτά μαλακία κάνει και δεν τα γράφει βιβλίο. Εγώ πάντως και πολύ ασχολήθηκα. Όταν άρχισα να ξεμακραίνω για το φορτηγό γύρισε στο πρώτο της ύφος, λέγοντας μου ότι “καλά κάνω” και ότι ο βαψομαλλιάς με το μουστάκι “δεν αστειεύεται, έχει κι όπλο”. Ναι, ό,τι πεις. Μπαίνω στην καμπίνα και βλέπω την Αφροδίτη από το τζάμι να περιμένει στην καρέκλα να φύγω όμως κάτι μέσα μου κολλάει να βάλει μπρος. Είναι έντεκα παρά αλλά η φλυαρία της έκαναν την κούραση να μου τα σκάσει τώρα. Με την ώρα να περνάει και το φορτηγό σταματημένο, η Αφροδίτη μπαίνει τελικά στο τροχόσπιτο κλείνοντας την πόρτα. Από τη μία ανακουφίστηκα. Έλα όμως που με τρώει η περιέργεια τώρα. Δεν γαμιέται, λέω, η Ρουμανία θα περιμένει λίγο ακόμα. Βγάζω μία το κινητό και πατάω να βρω το οτιδήποτε.

Αφροδίτη.

Τρανς.

Πόρνη.

Δεκαετία ‘90.

Μόντελινγκ.

Έντερ.

    Δεν γινόταν να μην νιώσω εδώ εντελώς μα εντελώς μαλάκας. Μοιάζει απίστευτο στα μάτια μου. Όχι μόνο τελικά έλεγε αλήθεια, αλλά φρόντισε να μετριάσει σημεία της ιστορίας της. Οι φωτογραφήσεις που έλεγε υπήρχαν πράγματι και ήταν πέρα για πέρα επαγγελματικές, ενώ βρήκα μια συνέντευξη σε μια αρχαία εκπομπή του Τράγκα με εκείνη, από ό,τι καταλαβαίνω στα χάι της, να εξηγεί πως άλλαξε η ζωή της με την δημοσιότητα. Ολόιδια, μείον την φθορά του χρόνου επάνω της. Αλλά κυρίως φαινόταν χαρούμενη. Πραγματικά η προσοχή επάνω της την έκανε να λαμποκοπά. Εξώφυλλα σε περιοδικά, πασαρέλες, καλλιστεία- όλα αρκετά για να επιβεβαιώσουν πως η Αφροδίτη όχι απλώς υπήρξε αλλά ήταν και σε κύκλους με γερά φράγκα. Και ωραία όλα αυτά, τα φράγκα όμως που πήγαν;  Η απάντηση βρίσκεται τελικά στο πιο πρόσφατο παρελθόν, και αυτή τη φορά σε άρθρα ειδήσεων.

    Μόλις τρία με τέσσερα χρονάκια πριν, η Αφροδίτη εμφανίζεται στα Ιεροσόλυμα (τι σκατά) για να έρθει πιο κοντά με τη θρησκευτική της πίστη και έναν ιεράρχη εκεί, πρόσωπο αρκετά σημαντικό ώστε να αρχίσουν ψίθυροι μέσα στα δύο χρόνια “κρυφών” συναντήσεων, που τελικά βγαίνουν στη φόρα με φωτογραφίες και βίντεο. Αποτέλεσμα; Να μυρίσουν αίμα οι κωλοφυλλάδες τύπου Εσπρέσσο και να βγουν για κυνήγι. Βγαίνει ο ιεράρχης, λέει “σόρρυ, λάθος, με παγίδευσε ο Σατανάς, δεν το ‘θελα, σχωράτε με, ειρήνη ημίν”, παίρνει πόδι από το πατριαρχείο και φεύγει νύχτα. Η Αφροδίτη από την άλλη χάνεται πάλι στις σκιές και φτάνει με κάποιο τρόπο στο σήμερα να ζει σε ένα πάρκινγκ, μια ανάσα από τον Σείριο.

    Ίσως αυτό τελικά να εννοούσε με το “καλά για παπάδες ακόμα δεν άκουσες τίποτα”. Ίσως έπρεπε να ακούσω πιο προσεκτικά ή να δω τη φυσιογνωμία της καλύτερα μπας και θυμηθώ το τζέρτζελο και τα πρωτοσέλιδα στα περίπτερα που έπαιζαν τότε. Όπως και να ‘χει, η περιέργεια μου χόρτασε μεν αλλά οι τύψεις με βαραίνουνε ακόμα. Με το δρομολόγιο να έχει πάει ήδη πια κατά διαόλου, χτυπάω την πόρτα της μέχρι να μου ανοίξει ανόρεκτα. Της δείχνω στο κινητό την συνέντευξη με τον Τράγκα.

-Εσύ είσαι τελικά, έτσι;

-Κρίμα ρε παλικάρι μου. Τι δουλειά έχεις εσύ με τις νταλίκες; Στη νάσα έπρεπε να πας με τέτοιο μυαλό.

Έκανα λάθος πριν. Εδώ είναι που δεν γίνεται να μην νιώσω μαλάκας.

    Με προσκάλεσε μέσα και με έβαλε να κάτσω ακριβώς μπροστά από έναν ανεμιστήρα που γυρνούσε βαριεστημένα για να ξεγελάσω τον ιδρώτα μου. Το εσωτερικό με ένα διθέσιο κρεβάτι και έναν καναπέ είναι πιο ευρύχωρο από ό,τι φαίνεται αλλά είναι πνιγμένο από πράγματα όπως συσκευασίες φαγητού και σακούλες. Καλή καβάτζα για διακοπές, αλλά άνθρωπος εδώ δεν μένει. Η Αφροδίτη δεν δίνει σημασία όμως στις αδιάκριτες ματιές μου. Έχει πάρει το κινητό στο χέρι κοιτώντας το ψυχρά. Σαν να μην αναγνωρίζει τον εαυτό της. Σαν να μην θέλει, δηλαδή.

-Πότε ήταν αυτό;

-Θα σε γελάσω. Ενενηνταπέντε; Πιο μετά; Πολύ γλοιώδης άνθρωπος πάντως. Δεν μου ρίχτηκε, κάθε άλλο, αλλά φοβερά γλείφτης και κουτσομπόλης. Μετά από καιρό κατάλαβα ότι με ειρωνευόταν. Και οι άλλοι δηλαδή έτσι ήταν πάνω κάτω. Άλλα χρόνια όμως τότε, πιο φανταχτερά, πιο… Αθώα; Καλά αθώα ίσως όχι.

    Της δείχνω μετά το άρθρο για τον ιεράρχη. Εδώ σκάει ένα πικρό γελάκι. Δεν φαίνεται χαρούμενη κοιτώντας το όμως κατάλαβε ότι ενδιαφέρθηκα και έσκαψα την ιστορία της για με αφήνει όσο να πεις να εξιλεωθώ για τη τσογλανίστικη συμπεριφορά μου πριν. Με επιφυλάξεις αυτή τη φορά.

-Αυτό ήταν το πιο πρόσφατο που βρήκα, μετά δεν έχει συνέχεια. Θα μου την πεις;

-Μια μέρα το κεφάλι μου πήγε να σπάσει. Έφτασα στο αμήν, δεν με έπαιρνε άλλο να συνεχίσω. Το μόνο που ήθελα ήταν να σώσω τη ψυχή μου από το βούρκο και η ιδέα ήρθε όταν μια μέρα βρήκα τον βαφτιστικό μου  σταυρό από τη γιαγιά. Αυτό ήταν. Παράτησα τη δουλειά, έκλεισα το τηλέφωνο και γύριζα μονές και εκκλησίες πετώντας λεφτά μπας και βρω καμιά θέση κοντά στον Θεό. Ε και βρήκα τον Διάολο μου.

    Την βρίσκω αρκετά πιο κλειστή από πριν. Φαντάζομαι το θέμα θα είναι ακόμα ανοιχτή πληγή και το να μιλάει για αυτό θα είναι δύσκολο. Της λέω ότι δεν χρειάζεται να πει κάτι παραπάνω αν δεν θέλει κι ότι θα την αφήσω στην ησυχία της αν το ζητήσει. Με καθησύχασε με μια χειρονομία.

-Και τα βίντεο;

-Εγώ τα έβγαλα όλα. Σου είπα πριν πως οι πουτάνες δεν σκέφτονται το μέλλον. Εγώ με τα μυαλά που κουβαλάω δεν σκέφτηκα ούτε το παρόν. Ήθελε να γίνει μητροπολίτης το ψώνιο και θα με παρατούσε, λες και εγώ του ρίχτηκα πρώτη. Κι αφού αυτός με ζούσε, τι θα γινόμουν εγώ; Βρέθηκε τότε και με ασήμωσε ένα περιοδικό, ούτε θυμάμαι ποιο, για να δώσω υλικό που είχα μαζί του και με τα χρήματα αυτά γύρισα πίσω, να μην θυμίζει τίποτα την περιπέτεια μου εκεί κάτω. Η τσέπη όμως άδειασε από τη μια μέρα στην άλλη. Και τώρα, λέω, τι; Ζητιάνα δεν τολμούσα να γίνω και στα στούντιο θα έπεφτε δούλεμα οπότε γύρναγα σαν άδικη κατάρα σε γνωστούς μέχρι να βρεθεί ένας να μου δώσει ένα χέρι.

-Ένα καθίκι.

-Ναι, ξέρω ‘γω; Ένα καθίκι. Καλύτερο από το τίποτα.

    Δεν βρίσκω κάτι άλλο να της πω. Η περιέργεια μου έσβησε, τύψεις τόσες πολλές δεν είχα πια και οίκτο δεν τολμούσα να νιώσω απέναντι της. Μόνο “καλή τύχη” και “κουράγιο” μπορώ να της πω φεύγοντας, ξέροντας πόσο λίγη αξία φέρνουν και τα δύο. Στο φορτηγό δεν ήθελε να έρθει, γιατί δεν είχε πουθενά αλλού να πάει. Της λέω ότι οπουδήποτε θα ήταν καλύτερα από αυτή τη μιζέρια και τη κακομεταχείριση. Μου λέει ποιος ξέρει, μπορεί να βρεθεί κανείς. Μπορεί να έρθει κάποιος και να την βοηθήσει πραγματικά. Να της δώσει να ζήσει ή να την πάρει και ν-...

-Αφροδίτη! Για έβγα έξω! Τώρα!

    Οι φωνές έξω άνοιξαν διάπλατα τα μάτια της Αφροδίτης, κοιτώντας μια εμένα και μια την πόρτα. Τέτοιο πανικό στο πρόσωπο της δεν πίστευα ότι θα έβλεπα.

-Δεν έπρεπε να το κάνεις αυτό, στο είπα.

-Αυτός είναι;

    Ούτε που χρειαζόμουν απάντηση. Το κάτω χείλος της που τρεμοπαίζει λες και πάει να πέσει απ’ το σαγόνι δίνει όλες τις πληροφορίες που χρειάζομαι. Τραβάει το χέρι μου από την πόρτα μπας και με σταματήσει. Άδικα χαλάει δύναμη, το έχω αποφασίσει. Της χαμογελάω για να την καθησυχάσω και πηδάω έξω με τον ήλιο να κρέμεται από πάνω μου. Στα δέκα μέτρα αριστερά το πράσινο σιτροέν ανοιχτό και λίγο πιο κοντά αυτό το αρχίδι ο βαψομαλλιάς με μια κυνηγετική να κάθεται στα χέρια του. Το φορτηγό ευθεία μπροστά, σαράντα βήματα περίπου. Ένα σπριντ είναι, τον έχω στην χειρότερη, σιγά. Έτσι και αλλιώς με αυτά σταφιδιασμένα χέρια που να βρει για να γεμίσει και να ρίξει; Να, κάτω του πέσανε τα φυσίγγια του μαλάκα, δεν το έλεγα; Δέκα βήματα ακόμα και τα λέμε Ρουμανία, χαιρετίσματα. Μόνο κρίμα που δεν πρόλαβα να χαιρετίσω και εκείνη όπως πρέπει. “Καλή τύχη!” της κάνω εν κινήσει μα δεν βγαίνει η φωνή μου. Που να ακουστεί κιόλας τώρα θα μου πεις με αυτά τα μπαμ μπουμ μπαμ μπουμ μπαμ…

Μονάχα εκείνη πια ακούγεται στο βάθος να πατάει μια κραυγή.

-Όχι μη!


Τράγκα γαμιέσαι.

20.7.19

Βενζίνες


    Ξέρω. Το βλέπω και στο βλέμμα της κυρίας Στέλλας και στο βλέμμα του πακιστανού που χαϊδεύει τον γύρο αντί να τον κόβει, ακόμα και σε εκείνο του καινούριου που χαμογελάει ακόμα επειδή δεν του είπαν ότι οι βενζίνες εδώ βγαίνουν από τη τσέπη σου. Γυρνάω μια στιγμή να δω την ώρα στο κινητό και νιώθω τα ματόμπαλα να καρφώνονται στον σβέρκο μου. "Τι να σκέφτεται τώρα ο Μαξίμ" και "θα πει άραγε τίποτα ο Μαξίμ" και "γιατί ήρθε σήμερα ο Μαξίμ". Για να είναι ειλικρινής, ο Μαξίμ δεν θα κάτσει να σας εξηγήσει τι, πως, γιατί αλλά σίγουρα είναι διατεθειμένος ότι αν δεν σταματήσουν τα μάτια να γουρλώνουν σαν φανάρια να αρχίσουμε όλοι μαζί να μετράμε δόντια στο πάτωμα.
   
-Θες να φύγεις νωρίτερα σήμερα; Το καλύπτεις άλλη μέρα, δεν χάλασε ο κόσμος, παλικάρι. Αν δεν αισθάνεσαι εκατό τα εκατό άσ’ τα και έλα όποτε σε φωτίσει ο...

    Η κρεατοελιά της κυρίας Στέλλας τέρμα πάνω δεξιά από το στόμα της με τριπάρει λίγο κάθε φορά. Δεν βγάζω πολύ καλά τι μουρμουράει με αυτή τη τσιγαροπνιγμένη φωνή. Όχι ότι θα με αφορά κιόλας, στάνταρ κουβέντα θέλει να πιάσει πάλι. Ο πακιστανός στο βάθος με κοιτάζει με το μάτι να τρεμοπαίζει και συνέρχομαι. Ίσως τους φρικάρω και να έχουν τα δίκια τους ν' ανησυχούν έτσι που κάνω, όμως...

-Σπίτι δεν πάω. Ως τις τρεις είμαι, δεν είπαμε; Ούτε μεσάνυχτα δεν πήγε ακόμα.

-Άλλο σου λέω 'γω, άλλα μου απαντάς, Μαξίμ. Μη το κάνεις γιατί στο λέω ‘γω, καν’ το για τον Βίκτορ έστω. Δεν καταλαβαίνεις;

-Άλλη στιγμή αυτά, κυρα Στέλλα, γιατί μέχρι να τα πάω δεν θα τρώγονται.

    Αφήνω λίγο ακόμα το μπουκαλάκι με το νερό πάνω στο σβέρκο μου και το πετάω πίσω στο ψυγείο. Ο καινούριος πάει να μου πιάσει κουτοπόνηρα και αυτός κουβέντα τάχα για να πάει τη παραγγελία στη θέση μου. Αυτό ήταν το δικό μου μπουκάλι, μου κάνει. Ψιλο-στη-πούτσα-μου, του κάνω. Αρπάζω τη τσάντα και βγαίνω πάλι πίσω στη κόλαση.

    Τα χέρια και οι γάμπες μου έχουν ανάψει πάνω στη μηχανή και ακόμα δεν έχω βγει απ’ την πλατεία. Κράνος ούτε σε σκέψη, θα ψηνόταν το κεφάλι μου. Μόνο με τον αέρα να μου τραβάει τον ιδρώτα από την μούρη μπορώ και υποφέρω τη διαδρομή. Πάνω-κάτω, κάτω-πάνω, ανηφόρες και τσουλήθρες μού γυρνάνε τα μυαλά μέσα στο δρόμο και προσπαθώ να σκάψω τις φλέβες πάλι μέσα στα χέρια μου. Βλέπω τα φώτα στις κολώνες να λούζουν κιτρινίλα τις μπαλκόνια στις πολυκατοικίες γύρω μου και φαντάζομαι τους ενοίκους να βράζουνε το ίδιο με εμένα, με τη διαφορά ότι αυτοί τρώνε χίλιες τόσες μαλακίες στην πολυθρόνα όταν εμένα δεν κατεβαίνει ούτε νερό.

    Γυρνάω κλειδί και τρώω ένα λεπτό γεμάτο να κοιτάω το όνομα. Το χαρτάκι λέει Βανδώρος, το κουδούνι λέει Βανδώρος, όλα καλά μέχρι εδώ. Έχω ξανάρθει εκατό φορές σε αυτόν, λέω, ένας ζωντοχήρος ψιλομαλάκας είναι στη γκαρσονιέρα του πρώτου που προσπαθεί να μου πιάσει κουβέντα. Πατάω, ανοίγει κατευθείαν, ανεβαίνω στάζοντας και τσουπ.

    Πάλι τα ίδια. Δεν είναι αυτός. Πυκνό κατάμαυρο μαλλί, λεπτή μύτη, ψηλός, καφεπράσινα μάτια, δόντια γάμησε τα και ένα αθλητικό σορτσάκι με μια φαρδιά λευκή μπλούζα σαν φανέλα. Σκέτο είδωλο πάλι. Δέκατη παραγγελία θα ‘ναι; Δέκατη φορά που τον βλέπω. Και ο πούστης είναι ίδιος με εμένα, αλλά όχι ακριβώς σαν εμένα. Τις προηγούμενες εννιά φορές πάγωσα και δεν μου έμενε μυαλό να σκεφτώ ότι τρέχοντας να φύγω από φόβο και κριντζ δεν θα έχω λεφτά να γυρίσω. Τώρα παραπάει. Άμα πάω δέκατη φορά πίσω με πεντάλεπτα και δικαιολογίες θα αρχίσουν πάλι τα όργανα και μετά τι να εξηγήσεις; Ότι είδες έναν που σου μοιάζει και σκιάχτηκες;

-Μηχάνημα έχεις;

    Με το ζόρι γνέφω αρνητικά. Ρουθουνίζει απογοητευμένος μαζί μου και ρωτάει αν έχω από δεκάρικο. Ανάποδα να με γυρίσει ούτε για φιλτράκια δεν θα βρει. Γνέφω πάλι. Ξανά εκείνος με τα ρουθούνια. Πετάει με αγωνία κέρματα στην παλάμη μου μέχρι να φτάσει τα 4,40. Χώνομαι.

-Μα τι σύμπτωση ε; Να τρελαίνεσαι είναι. Σαν καθρέφτης.

 Κολλάει και με κοιτάει μες στα μάτια λες και μόλις του γάμησα τη μέρα που του μίλησα.

-Για δες τα, σου φτάνουν, αδερφέ;

-Ο κύριος Βανδώρος που το νοίκιαζε εδώ πριν έφυγε; Άκουσες τίποτα;

-Χέσε μας ρε Μαξίμ, όρεξη έχεις;

Τι σκατά.

-Μία ερώτηση έκανα.

-Ε και; Τώρα κουβέντα θα ανοίξουμε;

    Η πόρτα σηκώνει αέρα και η κλεισούρα της γκαρσονιέρας ποτίζει μέχρι και το μεδούλι. Μαζεύω τα κέρματα από το χαλί και παλεύω με τον ιδρώτα για να βγω έξω στο δρόμο για να σταματήσω το μυαλό μου απ’ το να σκέφτεται συνεχώς πως στο πούτσο αυτός ο κλώνος ξέρει το όνομα μου.

    Η διαδρομή μέχρι το μαγαζί έχει τεντώσει στα μάτια μου. Νιώθω το μηχανάκι σαν να τσουλάει ανάποδα και να μην προφταίνω να βλέπω το δρόμο μπροστά. Γυρνάω κάθε τρεις και λίγο σε άσχετες οδούς και κοιτάω αν έπαθαν τίποτα οι ρόδες- όλα εντάξει όμως. Μήπως μου φαίνεται κι αυτό; Χοντρό θα ‘ταν. Απλά δεν μπορώ να βγάλω από το κεφάλι μου πως όλοι όσοι μου ανοίγουν απόψε είναι αυτός ο μαλάκας. Θα με χάλασε η ληγμένη μπύρα ίσως; Μπα, η ζέστη να δεις θα ‘ναι. Λίγο μπες-βγες στον καύσωνα και με χτύπησε κατευθείαν στα μηνίγγια. Εδώ έχουν λιώσει τα δάχτυλα μου στο τιμόνι.

    Κάνω έναν κύκλο τη πλατεία να ξεϊδρώσω και γλιστράω από την πίσω πόρτα μη με πετύχει η λάβα που βγαίνει από τον γύρο αλλά τζίφος, παντού ίδιο καμίνι. Ακόμα και η μία παρέα που ήταν πριν με τα παιδάκια τους στη τραπεζαρία σηκώθηκαν και έφυγαν με μούρη κατακόκκινη από τη ζέστη, μου λέει ο πακιστανός. Αν με φοβήθηκε το μάτι του μια φορά πριν, τώρα απλά με λυπάται και δεν αδικεί κανέναν. Δεν είμαι τίποτα παραπάνω από μάτια φαγωμένα από την αϋπνία, μαλλιά που δείχνουν στα τέσσερα μέρη του ορίζοντα, δυο χέρια και δυο πόδια σαν ξυλάκια παγωτού. Όλα αυτά, ενώ ο ιδρώτας κάνει αυλάκια στο λαιμό μου. Αλήθεια, πως είμαι έτσι;

-Πως είσαι έτσι, παιδάκι μου;

    Η κυρία Στέλλα ξετρυπώνει με μια βεντάλια από τη γωνιά της για να ασχοληθεί πάλι μαζί μου. Έχει δεν έχει αυτή η γυναίκα βρίσκει χώνεται εκεί που δεν την σπέρνουν μόνο και μόνο για να βλέπουμε την ελιά να τρεμοπαίζει και να νιώθουμε το γρέζι ως στα κόκαλα μας.

-Πάλι ψιλά μου δώσανε, τι να κάνω που όλοι μου ζητάνε μηχάνημα;

-Πήγαινε σπίτι παιδί μου να κάνεις ένα ντουζ και να ξαπλώσεις. Άντε μην έχουμε άλλα. Με ‘σένα νομίζεις θα ασχολούμαστε Μαξίμ;

-Καλά τα λέει, ρε Μαξίμ.

    Να θυμηθώ πριν ξαναπεταχτώ μετά να πάρω μία τηλ στο σίλβερ αλέρτ γιατί αγνοείται εδώ και ώρα εκείνος που είπε στο μαλακισμένο τον καινούριο να ανακατεύεται. Τον έπιασα μετά βέβαια μόνος και του εξήγησα με τρόπο εύκολο και κατανοητό να μην ανακατεύεται. Ξέρεις, με επιχειρήματα και απειλές. Κυρίως όμως απειλές. Ίσως σε κάποιο σημείο να ανέφερα ότι έχω δεσμούς και με τη ρώσικη μαφία ποντάροντας ότι δεν του είπαν ότι είμαι ουκρανός.

-Λίγο αέρα θέλω μόνο. Εδώ μέσα είναι φούρνος σκέτος.

    Προσπάθησα αλήθεια να ακολουθήσω τι έλεγε πάλι η κυρία Στέλλα. Μία η κρεατοελιά όμως και μία ο καινούριος με έβγαλαν νοκ άουτ. Περισσότερο άκουγα τον απορροφητήρα παρά εκείνη. Μόνο ένα ξεχώρισα από όσα αράδιασε.

-Και βγάλε επιτέλους αυτά που φοράς. Βάλε τα δικά σου πάλι.

-Κι αυτά δικά μου δεν είναι;

-Όχι. Του Βίκτορ είναι.

    Τέτοιες στιγμές εύχομαι να μην ήμουν τόσο κοινωνικά ανάπηρος και να μην ντρεπόμουν να ρωτήσω ξανά τον πακιστανό το όνομα του. Θα το έκανε τόσο λιγότερο αμήχανο να προσπαθήσω να τον φωνάξω για να μου δώσει την επόμενη παραγγελία. Ίσως ακόμα λιγότερο αμήχανο αν δεν είχα και την κυρία Στέλλα να πιάνει νέα ύψη με τη νταλικεροφωνή της όσο έφευγα.

    Φυσικά η φούρια μου να φύγω έτσι μου στοίχισε. Ίσως τη δουλειά μου, αλλά αυτό ασ’ το για αργότερα, γιατί τώρα που την ξαναβλέπω τέτοια οδό πρώτη φορά ακούω. Λες η κυρία Στέλλα να ξανάβαλε πάλι το μαγαζί στο ίφουντ για να μας ζαλίζουν τα παπάρια απ’ την άλλη άκρη του λεκανοπεδίου; Αλλά εδώ θα μου πεις εκείνη το σηκώνει να μιλήσει όταν της στέλνει μήνυμα η βόνταφον.

    Το γκουγκλ λέει 12 χιλιόμετρα και εγώ λέω με σειρά όλους τους αγίους. Όσα δεν μου έφαγε ο μαλάκας που μου μοιάζει θα μου τα φάνε οι βενζίνες. Πετάγομαι από τις στροφές και βγαίνω σε δρόμους που δεν θα πέρναγα ούτε με τανκ μπας και φάω 2 λεπτά από τη διαδρομή. Σηκώνω το κεφάλι και νιώθω το αεράκι να αγκαλιάζει πάλι τον λαιμό και το στήθος μου. Επιτέλους. Η κίνηση έχει πέσει και μπορώ να το τρέξω λίγο παραπάνω μα ο καύσωνας έχει βγάλει πόδια με έχει πάρει στο κατόπι. Κατεβαίνω και μέχρι την πυλωτή της πολυκατοικίας με έχει προλάβει.

    Κοντοστέκομαι. Όνομα στο κουδούνι Αλ-Ζιραρλρρλοκάτι, στο χαρτί το ίδιο ίδια- και όχι δεν πρόκειται να κάνω καν ότι το προφέρω. Χτυπάω θυροτηλέφωνο, η πόρτα ανοίγει στα 3 δεύτερα και με τη μία βγαίνουν από ό,τι κατάλαβα αρκετές κατσαρίδες για 5x5. Καλά ξεκινήσαμε πάλι.

    Ακούω κίνηση και κόσμο μέσα από την πόρτα, κάτι τέτοιο. Διστάζω να χτυπήσω για να ακούσω παραπάνω κολλώντας το αφτί μου. Εκείνη είναι και η στιγμή που βρήκε να ανοίξει την πόρτα ο τύπος. Ή η τύπισσα.

-Τώρα το βρήκες το σπίτι, αδερφέ; Τώρα που μπήκα για ντουζ;

Αλλά ποιον κοροϊδεύω.

    Ίδια ρούχα πάλι μείον την ιδρωτίλα, ίδια μούρη, ίδιο υφάκι, ίδιος εγώ κατά 90%. Και δεν θέλω να παρεξηγηθώ, αλλά για Αλ-Ζιτραλχμαλσάλ δεν τον κάνεις. Για μαλάκα ίσως.

-9,60.

-Η κοακόλα;

-Μέσα δεν είναι;

-Μάντεψε.

-Μπουκάλι δεν είπες στο τηλέφωνο;

-Κουτάκι είπα. Τι να το κάνω το μπουκάλι, αδερφάκι μου; Που να το βάλω;

Μάντεψε.

Όχι εντάξει, του το κέρασα, δεν ήταν δικό του λάθος. Με ρωτάει ενοχλημένος από που κι ως που τον κερνάω.

-Ε δεν βρίσκεις κάθε μέρα τον χαμένο σου δίδυμο αδερφό, χα χα. Μαξίμ, το δικό σου;

-Μια ζωή με τη μαλακία στο στόμα, ρε Μαξίμ, δεν βαρέθηκες; Για το θεό, δηλαδή.

Νομίζω πρέπει να μάθω πάλι πως να κάνω φίλους.

    Βάλε που αδειάζει το ντεπόζιτο, βάλε που πάλι ψιλοχάθηκα και ξέχασα στροφές που πήρα στο “πήγαινε”, ο δρόμος έχει γίνει σκέτη πίσσα και εγώ βράζω μέσα της. Πάλι ούτε αμάξια ούτε τίποτα τριγύρω. Ιούλιος ακόμα και ερήμωσε από τώρα η περιοχή, με το μηχανάκι να κάνει αντίλαλο πάνω στην σιωπή και να γυρνάει πάλι πίσω στα αφτιά μου. Ζαλίζομαι.

    Φτάνω κολυμπώντας στην πλατεία. Έξω δυο τραπέζια ενωμένα με ξενυχτισμένους άφραγκους τουρίστες που μοιράζονται πατάτες και κεμπάπ και δυο γερόντια που βγάζουν βόλτα τέτοια ώρα το σκυλί να χέσει δίπλα. Μιζέρια. Το ξέρω ότι η γειτονιά πεθαίνει, λίγο-λίγο κάθε μέρα, όμως απόψε είναι που σου έρχεται πραγματικά η θανατίλα και η αποσύνθεση στα ρουθούνια. Σαν να έχει έγινε κάτι τόσο πένθιμο που κανείς δεν θέλει να το αναγνωρίσει φωναχτά. Σαν να είναι όλοι πολύ μπίζι να απασχολούν το κεφάλι τους σε χίμαιρες για να μην τους το φάει η απελπισία.

-Δεν βάζεις μυαλό, έτσι;

    Δεν έχω την δύναμη για να κάνω αυτή τη συζήτηση πάλι. Δεν θα ειπωθεί κάτι καινούριο. Αν μπορούσα αυτή τη στιγμή θα καθόμουν να κοιτάω την κυρία Στέλλα στα μάτια μέχρι να διακρίνει επιτέλους πόσο στ’ αρχίδια μου γράφω αυτό που προσπαθεί να μου πει όλο το βράδυ.

-Συγγνώμη που κάνω την δουλειά που με πληρώνεις να κάνω. Δεν θα το ξανακάνω.

-Αν θες το πιστεύεις, αλλά εδώ μέσα σχεδόν σαν γιο μου σ’ έχω. Κι ας είσαι ουκρανός, που λέει ο λόγος.

    Κοιτάω σαν καρχαρίας απ’ το πλάι τον πακιστανό πίσω απ’ τον πάγκο που παίζει στο κινητό του και με πιάνει να θέλω να γελάσω. Δεν ξέρω ακριβώς γιατί. Ίσως επειδή δεν μπορώ να φανταστώ να λέει ποτέ το ίδιο για εκείνον. Δεν την λέω ρατσίστρια, την λέω κάπως εμμονική μαζί μου. Και λίγο ρατσίστρια.

-Πραγματικά δεν καταλαβαίνω που πάει αυτή η κουβέντα. Ξέρω μόνο ότι δεν θέλω να την κάνω.

-Θέλω εγώ.

Α. Ωραία και δημοκρατικά.

-Ο καινούριος που είναι;

-Τον έστειλα. Βασικά αυτός ήθελε να φύγει κι εγώ απλά τον άφησα. Ίσως γιατί είναι σκατοδουλειά, ίσως γιατί του φερόσουν σαν μαλακισμένο. Ποιος ξέρει;

-Συγγνώμη, τι να πω. Λυπάμαι.

-Δεν λυπάσαι. Αυτό ακριβώς ήθελες.

-Δεν καταλαβαίνω.

-”Δεν καταλαβαίνω” και “δεν καταλαβαίνω”. Πες μου, αλήθεια πιστεύεις ότι κάτι κακό θα γίνει αν κάποιος πάρει τη θέση του Βίκτορ;

Δεν το θέλω αυτό. Δεν το χρειάζομαι αυτό.

-Αυτά είναι χοντράδες.

-Τι να κάνω για να βοηθήσω; Σε κοιτάνε άνθρωποι και τους κοιτάς λες και σου έβριζαν τη μάνα. “Θα του περάσει”, λέω μωρέ. “Θα ξεκουραστεί λίγο το μυαλό του και θα ξανασηκωθεί στα πόδια του“, λέω. Τίποτα όμως. Ούτε μία προσπάθεια. Σαν να σου αρέσει να είσαι έτσι, ρε παιδάκι μου. Σαν άρρωστος. Σήμερα ειδικά, κάθε φορά γυρνάς και μ’ άλλο χρώμα στα μούτρα.

-Οκ.

-Και μετά φέρνω το παιδί εδώ σήμερα να βοηθήσει και γίνεσαι σκέτο αρχίδι. Λες και αν δεν πάρει κανείς τη θέση του Βίκτορ, θα είναι σαν να μη συνέβη τίποτα ποτέ. Αυτό πιστεύεις; Ειλικρινά πες μου, γιατί να σε διώξω να πας σπίτι σου δεν μπορώ από ό,τι φαίνεται.

-Έχεις δίκιο.

Και καβαλάει η κρεατοελιά της ένα χαμόγελο επιβεβαίωσης ποτισμένο στη πίκρα. Θέαμα σκέτο. Κρίμα που δεν κράτησε πολύ όταν είδε να παίρνω την τελευταία παραγγελία βγαίνοντας. Έχω βγει στην πλατεία και ακόμα νιώθω τον τσιγαρόβηχα στη πλάτη μου.

    Τσουλάω μέχρι το βενζινάδικο δυο τετράγωνα πιο κάτω και πετάω τα τελευταία λεφτά για τρεις σταγόνες νερωμένη αμόλυβδη. Χαλάλι όμως, από το να κάθομαι να ακούω την αφεντικίνα να μου κάνει διάλεξη. Στρίβω το τελευταίο μου τσιγάρο περιμένοντας πως και πως ένα αμάξι ή οτιδήποτε να περάσει από την λεωφόρο. Κάτι που να θυμίζει ότι κάποιος ζει ακόμα εδώ. Περιμένω μέχρι η καύτρα να ψήσει τα δάχτυλα μου. Ψυχή. Βάζω μπρος και φεύγω. Δεν μπορώ να κάθομαι, γαμώτο- όταν κάθομαι σκέφτομαι αυτές τις μαλακίες και όταν τις σκέφτομαι ποτέ δεν είναι για καλό.

    Απόσταση; Γάμα τα. Τα κτίρια από μια στιγμή και ύστερα δεν τα αναγνώριζα. Πόση ώρα είμαι πάνω σε αυτή την ευθεία ούτε που ξέρω μα η βελόνα του ντεπόζιτου κολλημένη στο 1/3 έχει μείνει από πριν. Πολυκατοικίες επτά-οκτώ πατώματα, κήποι, αυλές και μυρωδιά θάλασσας στο βάθος. Τόσο κάτω έφτασα;

    Ο δρόμος έχει το αστείο όνομα ενός αρχαίου που δεν το θυμάται ούτε η μάνα του με τόσες συλλαβές ενώ το νούμερο δείχνει ένα τσιμεντένιο αρρωστούργημα εννέα ορόφων. Το φωσφοριζέ κουδούνι με μια καρκινογραμματοσειρά έχει πάνω ένα όνομα του τύπου Μυρτιάννα ή Χριστιάνθη ή Δημητρέλενα- απ’ αυτές τις μαλακίες- και δίπλα ένα “αστρολογία-ενόραση”. Φυσικά μου άνοιξαν χωρίς απάντηση. Πατάω τον ένατο στο ασανσέρ και προσπαθώ να βρω τι να του πω. Ξέρω ότι θα είναι εκεί και θα ‘ναι ο ίδιος, το θέμα είναι να του μιλήσω. Αλλά για τι να του μιλήσω; Πως ξεκινάς κουβέντα; Ευτυχώς τελικά δεν την ξεκίνησα εγώ.

-Τι βλακείες κάθεσαι και κάνεις στη γυναίκα; Σου έφταιξε;

Προσπαθώ να διαβάσω το πρόσωπο του. Δεν υπάρχει πολύ συναίσθημα εκεί, μόνος ένας μικροεκνευρισμός και μια ανυπομονησία να μου κλείσει την πόρτα στα μούτρα.

-Ε, μπορείς να το πεις.

-Χαζομάρες. Απλά είσαι ο Μαξίμ πάλι, έτσι μαλακισμένο και κακομαθημένο. Όπως πάντα.

-Καλά. Είναι 7,90.

-Έχει δίκιο, ξέρεις. Σου αρέσει όλο αυτό. Όσο σε βολεύει, γιατί μετά συνεχίζεις από εκεί που σταμάτησες.

-Εντάξει. 7,90. Να έχω λεφτά να γυρίσω, έτσι;

-Μην τρως άλλο το χρόνο σου σε χίμαιρες, μπρο. Είναι οκ, θα περάσει, δεν χρειάζεται να με ακολουθείς συνέχεια. Εγώ έφυγα.

Τι. Γίνεται.

-Εγώ; Εσύ πέφτεις μπροστά μου.

-Δεν πάει έτσι, Μαξίμ. Νιώθεις μόνος, το καταλαβαίνω. Αυτό όμως δεν είναι δικαιολογία να γίνεσαι μαλάκας.

-7,90.

-Αν έχεις πρόβλημα, λυσ’ το. Μη περιμένεις να φύγει κλείνοντας τα μάτια.

-Γεια χαραντάν, Βίκτορ.

    Ίσα που μπορούσα να σταθώ κατεβαίνοντας. Με βρήκε ίλιγγος και με έπιασε σύγκρυο στα καλά καθούμενα όσο νιώθω την μυρωδιά της θάλασσας να καίει τα πνευμόνια μου. Πρέπει να φύγω από εδώ. Πρέπει να γυρίσω πίσω.

    Με τη ζαλάδα στο κεφάλι έχω τα πάντα να κουνιούνται ενώ νιώθω το μηχανάκι να τσουλάει με το ζόρι στην κατηφόρα. Προλαβαίνω με τα μάτια τα κτίρια που στριφογυρίζουν σαν βίδες, τις μπαλκονόπορτες των σπιτιών ανοιχτές με φώτα τηλεόρασης που φέγγουν σαν προβολείς μέχρι έξω, τα κιτρινισμένα αστέρια να μεγαλώνουν όσο προχωρά ο κόσμος και να γίνονται στύλοι της δεή. Σαν να τρέχει ο κόσμος από κάτω μου.

    Επεξεργάζομαι τα πράγματα που μου έλεγε απόψε. Δεν με νοιάζει αν είναι ή αν δεν είναι ο Βίκτορ, θέλω να καταλάβω γιατί συμβαίνει όλη αυτή η ιστορία. Ήξερα πως δεν θα έβγαζε νόημα σε κανέναν άλλον, αλλά τώρα δεν βγάζει ούτε σε εμένα. Το μόνο που κατάφερα απόψε είναι το μυαλό μου να γίνει χυλός και να φέρω τον εαυτό μου σε δυσκολότερη θέση γιατί έκατσα και ασχολήθηκα. Ολόκληρο το βράδυ πήγε στράφι επειδή με έτρωγε ο κώλος μου να καταλάβω τι συμβαίνει ενώ δεν με αφορά στη πραγματικότητα τίποτα. Γιατί; Γιατί ίσως τελικά να μου αρέσει να είμαι έτσι και να τρώγομαι μόνος μου σαν ψυχάκιας.

    Ιδέα δεν έχω πως να κλείσω όλο αυτό. Ίσως βέβαια όλο αυτό να μην έχει σημασία. Ίσως να είμαι τώρα σπίτι και να με πήρε βλέποντας πάλι σειρές του νικελόντεον μέχρι το πρωί. Ίσως και να έχω πάθει κάτι ξαφνικό και να πρέπει να πάω στον γιατρό- οποιοδήποτε γιατρό. Ό,τι χρειαστεί να το κάνω από αύριο κιόλας. Αν έχω πρόβλημα να το λύσω. Δεν μπορώ άλλο να περιμένω να φύγει κλείνοντας τα μάτ-

    Δεν ξέρω τι έγινε. Από εδώ μπορώ να διακρίνω ίσως τα τελευταία κλαδιά μιας νερατζιάς από τη πλατεία και ένα ασημί αγροτικό σκέτο τέρας να με τυφλώνει με τα φώτα του. Στο κεφάλι μου επάνω τρέχει βενζίνη και νιώθω ποδοβολητό με το αφτί μου κάτω. Περαστικοί σκύβουν και γκαρίζουν με λαρύγγια μες στο γρέζι- δεν τους καταλαβαίνω. Είμαι το πολύ τριάντα μέτρα από το μαγαζί και η κυρία Στέλλα με κοιτάει παραδίπλα με την ελιά της να βάζει τόνο στο όμικρον στο στόμα της. Ο πακιστανός έρχεται και με τραβάει φωνάζοντας “ΧΕΪ ΧΕΪ ΜΑΞΙΜ ΧΕΪ, ΖΑΜΙΡ”. Δεν ξέρω αν νιώθω τίποτα κάτω από το λαιμό μου πάντως σίγουρα νιώθω χαρά που θυμήθηκα το όνομα του και δεν θα μου μείνει άχτι, κάτι είναι και αυτό. Κάτι μικρό που με κάνει ίσως λιγότερο γελοίο και άχρηστο που τράκαρα και πάω να πεθάνω στο ίδιο σημείο ακριβώς με τον δίδυμο αδερφό μου μία εβδομάδα αργότερα.


Σε έναν Γιώργο και έναν Δημήτρη.
<Kids See Ghosts ft Yasiin Bey - Kids See Ghosts>

21.4.19

Η κακιά η ώρα


κωνσταντινουπόλεως
στα ελτά πριν τις γραμμές
ένα νισσάν σκέτο κεράσι, βουλιαγμένο ως τη ψυχή
μου στριγγλίζει και ρωτάει πως να πάει για να βγει
βρήκε άνθρωπο νομίζει που μπορεί να βοηθήσει
σόρρυ μαν, τι να σε κάνω
"δεν ακούω" λέω στη νοηματική
καμπόσος τάχα, τόσα μίτινγκζ, μπίζι σκέντζουλς
κι έναν κώλο που δεν δέχεται να πέσει
αφού σε πέντε κλείνει η λέσχη
και έχω δέσει μ' έξι κόμπους το στομάχι μου

μα αυτός στο πλάι συνεχίζει να τσουλάει
κι αν δεν είχα μουσική στ' αφτιά και ψόφιο *σάιντ άι*
ίσως να έβλεπα τη μούρη του καλύτερα
μωρέ μπας και; μπα αποκλείεται, σιγά
κυλούν τα πόδια μου αργά και το νισσάν γδέρνει το δρόμο με το φρένο
τζάμι κάτω, τα μυαλά μου τα σκουντάει ένα μπαμ
για να γλιστρήσουν και να πέσουν στο τσιμέντο
να ξανοίξουν, να ξεμπλέξουν δίπλα από τ' ακουστικά μου
δεν μπορώ να να σηκωθώ, να τον φιλήσω, να του πω 
"να 'σαι καλά", "ευχαριστώ", μα δεν βαριέσαι, γάμησε τα
ήταν η κακιά η ώρα τελικά


Aμήν.

<Noname ft Adam Ness - Prayer Song>

16.3.19

Αναπάντητη


κι όσο γλείφει το κεφάλι μου την άσφαλτο
πίσω απ' τ' αμάξι που με σέρνει κάνω σκι
με το ένα πόδι σε τροχιά γύρω απ' τα σύννεφα
και το ένα χέρι μες στη τσέπη να βουτάει για ψιλά
βρίσκω το πάσο, τα κλειδιά και μια αναπάντητη

περαστικοί με προσπερνούν με ρυθμικά τα τς, τς, τς
και στο φανάρι μου πατάνε τα μυαλά
'αχ δεν σας είδα', χαρωπά γελώ μετά
κι αν πρασινίσει το φανάρι, το πατήσει κι ο οδηγός
πιάνει το ράδιο καλύτερα με κωλοδάχτυλα-κεραία

πέφτουν τα μάτια μου στον ήλιο και δεν κλείνουνε
γιατί δεν ψήνομαι να βλέπω πια τα χάλια μου
μόνο κουρδίζω μια τα χέρια μου να πέσουν
μπας και προλάβουνε και γδάρουν με τα νύχια μου την πίσσα
γιατί αυτή ήταν η στροφή μου και την πέρασα

και τα σύννεφα φρενάρουν ενώ τα κτίρια κολλάνε μεταξύ τους
κι ένα ταξί με προσπερνά και μου μπλαστάρει μια μπαλάντα
μιας μαλάκως που ικετεύει και που κλαίγεται
όταν ο κόσμος αυτός θέλει πιο πολλές νόνεϊμ, φωτεινές κορρέ
κι εγώ βοήθεια μη μου λιώσει καμιά ρόδα τον λαιμό

"έλα, με έπαιρνες; δεν τ' άκουγα, αλήθεια ρε συ, σόρρυ"
μα αυτά τα "σόρρυ" δεν τ' αντέχει να τ' ακούει
"καλά, είναι ώρα να εμπιστεύεσαι ρολόγια;"
και κοιτάει το δικό της και μου φεύγει, δεν προφταίνω να της πω
"θα 'μουν στην ώρα μου, γαμώτο, μα με έπιασε η κίνηση"


Καμία Φωτεινή Κορρέ δεν τραυματίστηκε και τη διάρκεια των γυρισμάτων.

<Earl Sweatshirt - Azucar>

18.1.19

Σαβόρι


-Και για που το βάλαμε, πατριώτη;

-Γέμισε το.

-Ταξιδάκι, Νίκο; Ταξιδάκι;

    Ένα “ποιος σε χέζει και 'σένα τώρα ρε μαλάκα” φτάνει μέχρι τα χείλη μου αλλά υπενθυμίζω στον εαυτό μου ότι δεν πρόκειται να γλιτώσω από την αδιακρισία του γιου του βενζινά ακόμα κι αν πάρω την αντλία από το ντεπόζιτο για να την χώσω στο στόμα του.

-Μια βουτιά μωρέ, έτσι για το γαμώτο. Η παραλία εδώ είναι φίσκα και ώσπου να φτάσω στην άλλη ακτή πιο πάνω θα 'χει πέσει ο ήλιος.

-Και πολύ καλά θα κάνεις, Νικολάκη. Εμείς εδώ λιώνουμε, Σεπτέμβρη μήνα πατημένο, στη δουλειά. Γάμησε τα.

-Ε δεν το βλέπω νομίζεις;

    Πριν μπω να ψηθώ στον φιατάκι μου και σηκωθώ να φύγω μακριά από το στόμα του που ψοφάει για κουτσομπολιό, θυμάμαι ότι αναγκάζομαι να πέσω στην ανάγκη του. Είναι η τρίτη μέρα που κανείς στην πόλη δεν έχει τηλέφωνο και κανείς δεν ξέρει γιατί. Του δίνω την συχνότητα που θα ακούω στον ασύρματο για να ειδοποιήσει την Σοφία αν τυχόν πάθω τίποτα. Αμφιβάλλω αν άκουσε έστω τα μισά από ό,τι του είπα αλλά φροντίζει να με καθυστερεί διψώντας για πάρλα, μονολογώντας για “αυτά τα διαόλια τα τηλέφωνα που θέλουν τώρα να τα κάνουν και κινητά” και ρωτώντας απ’ έξω απ’ έξω για αυτό που ακουγόταν από προχθές.

-Έλα ρε Νίκο θηρίο! Να σου ζήσει άρχοντα μου, γερό και δυνατό. Επιτέλους και 'συ να ξεκινήσεις οικογένεια!

    Δεν ξέρω αν ξέχασε ή κάνει ότι ξέχασε τον μικρό τον Τίτο για να καλαμπουρέψει. Δεν τον ξεσυνερίζομαι, όλοι λίγο πολύ τον έχουν για μαλάκα έτσι και αλλιώς. Κι εγώ που έρχομαι χάρη στον πατέρα του για αυτό δεν μπορώ να πω καμιά κουβέντα παραπάνω ή να τραβήξω τη χερούκλα του από την πόρτα για μην του την φάω στο κλείσιμο.

    Έχει πάει πέντε και η παραλιακή αδειάζει σιγά σιγά. Το φιατάκι αγκομαχά γλυκά όσο τσουρουφλίζεται από τον ήλιο που πετάει ήσυχα πάνω από τα νερά τέρμα δεξιά μου. Ξεσήκωσα στο ράδιο ένα σταθμό που είχα πετύχει με πιο παλιά τραγουδάκια πνιγμένα στα παράσιτα που δεν μπορώ να βάλω με τον μικρό και την Σοφία στο αμάξι γιατί τους φέρνουν ημικρανία και τροφή για γκρίνια. Οι νότες σταματούν επιτέλους τα χέρια μου από το στραγγάλισμα του τιμονιού και τσεκάρω χαλαρός από τον καθρέφτη πίσω μην ξέχασα τη τσάντα με το μαγιό ή το στάνταρ ληγμένο αντηλιακό μου. Ίσα που φαίνεται μέσα σε τόσα μισοάδεια μπουκαλάκια νερού και άλλα συμπράγκαλα από την τελευταία φορά που πήγαμε εκδρομή όλοι μαζί. Δεν θυμάμαι πότε ήταν, όμως δεν πέρασε πολύς καιρός για να είναι το πίσω κάθισμα μέσα στην άμμο από τα πόδια του Τίτο γιατί “τον τσιμπάνε οι σαγιονάρες”. Μα τω θεώ δεν θα το καταλάβω ποτέ αυτό το παιδί.

    Πρέπει να μου πήρε κι ένα λεπτό γεμάτο-γεμάτο για να καταλάβω ότι το ραδιόφωνο άλλαξε τραγούδι. Και τι τραγούδι, έπρεπε το αρμόνιο και τα βαριά ντραμς να μου κλωτσήσουν το κεφάλι πίσω στο μουλιασμένο μου κάθισμα για να βρεθώ στα καλά καθούμενα πίσω στη δουλειά, στο παλιό το μαγαζί με τα έπιπλα που ήμουν τότε, την ώρα που πήρε η Σοφία να μου πει ότι έσπασαν τα νερά. Τα ζιγκ ζαγκ του δρόμου γύρω από τις κορφές μάς αποχαιρετούν και ανοίγομαι λίγο παραπάνω στην ευθεία. Το χρυσαφί του δρόμου με γαργαλάει στα μάτια και τα γαλαζοπράσινα νερά παραβγαίνουν μαζί μου σε όλη την διαδρομή- καμία σχέση με τότε που ήμουν σε κατάσταση αμόκ και έβραζε το αίμα μου από την αγωνία. Δεν με χωρούσε το αμάξι (καινούριο τότε, ατρακάριστο, κουκλί σκέτο) ως το σπίτι κι ύστερα πάλι μες στη κίνηση, πελαγωμένος από τα βογγητά της Σοφίας που ακόμα κουδουνίζουν στα αφτιά μου. Να τρέχουμε μέσα στον καύσωνα για τα επείγοντα με την ψυχή στο στόμα μη σκάσει μύτη ο Τίτο στο πίσω κάθισμα. Ακόμα υπάρχει το σημάδι που έξυσα τη πόρτα του συνοδηγού μπαίνοντας στο νοσοκομείο. Ακόμα θυμάμαι τα καντήλια που έριξα όταν το πρόσεξα μετά.

“Νίκο, πάμε πίσω”.

“Τι είναι αυτά που λες; Φτάσαμε”.

“Φοβάμαι, Νίκο. Πάμε σπίτι. Σε παρακαλώ”.

“Δεν υπάρχει λόγος να φοβάσαι, τα ξανάπαμε. Τον φάγαμε τον γάιδαρο”.

“Δεν θέλω να το χάσω. Δεν θα το αντέξω πάλι”.

“Όλα θα πάνε ρολόι, Σοφία. Στο υπόσχομαι.”.

    Μπορεί να μην τα είπα πράγματι έτσι. Δεν θυμάμαι καν αν αυτά που έλεγα έβγαζαν νόημα. Εγώ να ουρλιάζω σαν τρελός σε γιατρουδάκια και νοσοκόμες και εκείνη να περιμένει μέσα στον πόνο της με ένα βλέμμα γεμάτο τρόμο που σου τρυπάει την ψυχή. Πρόλαβα πριν την πάρουν να πιάσω στο μάγουλο ένα φιλί της αλμυρό από τα δάκρυα και έτρεχα να τους προφτάσω για να ανέβουμε και οι δύο επάνω μαζί για να κατέβουμε στο τέλος μαζί και οι τρεις μας.

    Ο εκφωνητής στριμώχνει τη βραχνή και μονότονη φωνή του στο τέλος του τραγουδιού για να πει τίτλο και τραγουδίστρια αλλά που μυαλό να ακούσεις. Τα δάχτυλα μου έχουν αραχνιάσει γύρω από το τιμόνι και ο υπόλοιπος στέκομαι κάθιδρος χαζεύοντας τον χωματόδρομο που βράζει στο βάθος. Πάντα και τέτοιο παθαίνω. Και την ίδια την Σοφία να έχω δίπλα μου να μου πει ποιο τραγούδι είναι πάντα στο τέλος αδυνατώ να το συγκρατήσω. Έρχεται, βλέπεις, και κρέμεται πάνω στα βλέφαρα μου η εικόνα που μπαίνω σπίτι κρατώντας τον Τίτο στα χέρια μου σαν φραντζολάκι με την μάνα του. Εκείνη να κλαίει τώρα από συγκίνηση και εγώ να χαμογελάω αμήχανα όλη την ώρα. Να έχω στο ένα χέρι την Σοφία και στο άλλο τον Τίτο πάνω στον χαλασμένο καναπέ που ακόμα χωρίζει το σαλόνι στα δύο. Όλη η αβεβαιότητα, όλη η αμφιβολία αν θα τα καταφέρω για ένα ανθρωπάκι που χωράει στις χούφτες μου, να μου τρυπάει το μυαλό- πιο γλυκά τότε, πιο ανησυχητικά σήμερα.

    Ο γιος του βενζινά δεν απαντά στον ασύρματο όταν προσπαθώ να δω μέχρι που πιάνει το σήμα αλλά αποσυντονίζομαι αρκετά για να χάσω τη στροφή για την παραλία. Δεν πειράζει λέω, θα γυρίσω πίσω να την βρω. Έλα όμως που ο δρόμος μπροστά έχει σβηστεί απ’ την άμμο. Ούτε άσφαλτος, ούτε τίποτα από εδώ και πέρα. Βγάζω έξω το ψημένο μου κρανίο και αντικρίζω τα ακίνητα ροζ κύματα της άμμου να απλώνονται μέχρι εκεί που φτάνει το μάτι. Εκπλήσσομαι που ακόμα φαίνεται η Όστια από τον καθρέφτη όμως δεν αναγνωρίζω που ακριβώς έχω φτάσει και το φιατάκι έχει πατήσει για τα καλά μέσα στην άμμο. Παίρνω τη θάλασσα που μετά βίας φαίνεται στα δεξιά μου για μπούσουλα και γυρίζω το κλειδί. Μπαίνω μερικά μέτρα πιο βαθιά αλλά οι ρόδες στριγκλίζουν σκάβοντας τον λάκκο τους. Πλέον ούτε μπρος τραβάει να πάω, ούτε πίσω τολμάω να γυρίσω- χώρια η φασαρία που άφησα στο σπίτι ξεκινώντας για μια βουτιά. Η Σοφία δεν θα αρκεστεί να μου γκρινιάζει για την αναισθησία μου αυτή τη φορά, μετά την είδηση της εγκυμοσύνης. Δεν ξέρω τι να της πω. Δεν ξέρω τι άλλο θέλει από εμένα. Δεν ξέρω αν καταλαβαίνει σε τι κατάσταση είμαι για να μου ζητάει να είμαι πιο “ανοιχτός” μαζί της δίχως να καταλαβαίνει ότι έτσι θα πάρει η μπάλα και αυτή και το παιδί και όλους- ακόμη και τον γιο του βενζινά με το νεράκι του Θεού που τολμάει να πουλάει για βενζίνη.

    Δεν υπάρχει χιλιοστό επάνω μου που γλίτωσε από την άμμο ενώ οι παλάμες μου έχουν λιώσει από το σπρώξιμο. Χτυπιέμαι ξανά και ξανά σαν το σκυλί να βγάλω το φιατάκι από τις γούβες και ζήτημα να έχει τσουλήσει δέκα μέτρα. Συνεχίζω να σπρώχνω τόσο άτσαλα που βυθίζομαι ως το γόνατο. Με το ζόρι μπορώ να βρίσω σαν άνθρωπος την τύχη μου έτσι που σφίγγω τα δόντια και απελπίζομαι που οι αντοχές μου με αφήνουν- όχι μόνο τώρα, γενικότερα. Ξεσπάω σαν κακομαθημένο με τη δύναμη που περίσσεψε στις γροθιές μου μέχρι να χτυπήσω στο βούλιαγμα της κλειδαριάς της πίσω πόρτας. Ανοίγω ελπίζοντας να βρω μπουκάλι με νερό μέσα αλλά τζίφος, μόνο ένα σακίδιο πλάτης βρίσκω με άτακτα χωμένα κάτι βρακιά, φανέλες και ρούχα πρόχειρα. Όλα άσχημα, όλα παλιομοδίτικα, δικά μου. Τόσο είτε προνοητικός είτε κωλόφαρδος δεν πρέπει να ήμουν ποτέ στη ζωή μου.

    Απεγκλωβίζομαι από πουκάμισο και φανελάκι και τα πετάω μέσα να στεγνώσουν για να φορέσω ένα από τα λιωμένα κοντομάνικα στο σακίδιο που ταιριάζει γάντι παντού εκτός από τη μπάκα μου. Σκύβω να δω αν τελικά την έβαλα σωστά και ήταν όλα μια χαρά, απλά φόρεσα τη λάθος μπλούζα. Εκείνη με τις γαλάζιες ρίγες.

    Όλη τη μέρα έτρωγα τα νύχια μου κοιτώντας το ρολόι να γυρνάει. Ανυπομονούσα και συνάμα ευχόμουν κάτι να τύχει για ν’ αναβληθεί. Είχα πάρει άδεια από τη δουλειά για να μπορώ να έχω κρίση δύσπνοιας με την ησυχία μου όλο το πρωί. Έσκυβα στον καθρέφτη του μπάνιου και πρόβαρα τα λόγια που είχα σημειώσει ξανά και ξανά. Βλαστημούσα, αυτοσχεδίαζα και στο τέλος τα παρατούσα. Όταν επιτέλους νύχτωσε η Σοφία ήρθε και με βρήκε, λίγο αργοπορημένη μα σκέτη πριγκίπισσα, δίπλα στην πιάτσα των ταξί που την περίμενα με αυτή τη χαζή μπλούζα με τις γαλάζιες ρίγες που μισούσε και καλά για ξεκάρφωμα, για να μοιάζει με ένα οποιοδήποτε ραντεβού. Φυσικά το είχε μυριστεί και ανέχτηκε εμένα και την μπλούζα μου καθ’ όλη τη διαδρομή του τραμ ως την παραλία όπως ανέχτηκε τα βότσαλα στους κώλους μας πριν διακόψω όπως-όπως το ιστορικό του τσακωμού με τη μάνα της για να ξεθάψω δήθεν από την άμμο το δαχτυλίδι.

“Κάνεις πλάκα τώρα; Γιατί δεν είναι αστεία αυτά τα πράγματα ξέρεις”.

“Το ξέρω”.

“Είναι ψεύτικο; Πες μου την αλήθεια Νίκο”.

“Βάλτο και πες μου”.

“Το καλό που σου θέλω να είναι μην είναι πάλι καμιά κρυάδα γιατί στο λέω σηκώνομαι και φεύγω”.

    Και το ‘βαλε, και το χάρηκε, και με αγκάλιασε και σηκώθηκε και έφυγε μαζί μου για το σπίτι που έμενε τις μέρες που τσακωνόταν με τους δικούς της. Ακόμα θυμάμαι το γέλιο της κάθε φορά που έπεφτε το δαχτυλίδι από το χεράκι της. Ακόμα θυμάμαι το ποτάμι ιδρώτα που με έλουζε το επόμενο πρωί με εμένα κολλημένο επάνω της, να χαζεύουμε τις πολυκατοικίες απέναντι να λαμποκοπούν από τις αχτίδες του ήλιου. Με ρωτούσε πως θα τα καταφέρναμε μαζί. Την καθησύχαζα λέγοντας ότι θα κάνω τα αδύνατα δυνατά για εκείνη, για εμάς. Ότι θα κάνω ό,τι χρειαστεί για να μην κολλήσουμε στα ίδια που ήμαστε. Ότι δεν θα γίνουμε γέροι πριν την ώρα μας, δεν θα λιώσουμε στα γραφεία, αλλά θα καβαλάμε το πρώτο πλοίο, το πρώτο τρένο, οτιδήποτε και θα γυρίζουμε τον κόσμο. Εκείνη χαχάνιζε και μου ‘λεγε “μωρέ πάμε οπουδήποτε αλλά τώρα πήγαινε πιο εκεί γιατί δεν με χτυπά ο ανεμιστήρας” γιατί τέτοια εποχή ήταν περίπου. Δέκα χρόνια πριν, βάλε βγάλε. 

    Το ράδιο πιάνει πλέον μόνο παράσιτα. Κάνω να πατήσω για χιλιοστή φορά το μικρόφωνο να μιλήσω στον ασύρματο στον γιο του βενζινά αλλά ούτε φωνή ούτε ακρόαση. Έπρεπε να το καταλάβω ότι με το να υπολογίζω σε έναν ηλίθιο σαν και του λόγου του μόνο κακό στον εαυτό μου κάνω και για αυτό παρατάω τις προσπάθειες μετά από λίγο για ένα τσιγάρο.

    Το κεφάλι μου έχει μουδιάσει από τις σκέψεις και δεν μπορώ να χαρώ τον ήλιο που δύει πίσω μου. Το μόνο πράγμα που χρειαζόμουν αυτή τη στιγμή ήταν μια βουτιά, έτσι για το γαμώτο, να μπορέσω να ξεφύγω δυο στιγμές και ύστερα βλέπουμε, κι όμως πήγα και έφαγα τα μούτρα μου με το ξερό μου το κεφάλι. Κάθομαι και ψάχνω που σκατά πήγαν όλα λάθος αλλά με τον ήλιο να αγγίζει σιγά σιγά τον ορίζοντα βλέπω πως μάταια βασανίζω το μυαλό μου. Ό,τι και να με έφερε σε αυτό εδώ το σημείο δεν έχει σημασία. Όσο και να ψάξω να βρω τρόπο να πω τι νιώθω στη Σοφία, τον Τίτο και το μωρό που περιμένουν να ακούσουν από τα χείλη μου πως “όλα θα πάνε καλά τελικά” δεν έχει νόημα. Το θέμα είναι ότι κάθομαι μέσα σε ένα σαράβαλο στη μέση του πουθενά με μισό πακέτο τσιγάρα και όλα τα πράγματα μου στο πορτ μπαγκάζ, αποκομμένος από όλους και όλα, και στην πραγματικότητα δεν ενοχλούμαι καθόλου. Σαν να ήθελα τα πράγματα να έρθουν έτσι. Σαν να έπρεπε να ακολουθήσω αυτή τη διαδρομή από την αρχή. Σαν να μην πρέπει να φτάσω ποτέ την ακτή.

    Ήμουν πέμπτη ή τετάρτη δημοτικού όταν ήρθε μια μέρα ο πατέρας μου σπίτι με το “νέο” του αμάξι, ένα μακρόστενο λάντα στο χρώμα της χρυσόμυγας που στα μάτια μου έμοιαζε πάντα με κάδο. Ο πατέρας όμως είχε μια ανατριχιαστική αγάπη για αυτό το αμάξι. τόση που μου απαγόρευε να βάζω ζώνη “για να μην την ξυλώσω”. Η μανία του με αυτό το κωλάμαξο με έκανε σχεδόν να το ζηλεύω, για αυτό και πετούσα την σκούφια μου στο πίσω κάθισμα όταν εκείνο τα ‘φτυνε κάθε λίγο και λιγάκι. Ο πατέρας το ήξερε αυτό και με αγγάρευε επίτηδες να τον βοηθάω όσο το σουλούπωνε κάθε φορά, υποχρεώνοντας με να τον ακούω να λέει το λάντα “το κακόμοιρο που προσπαθεί” και εμένα “το μαλακισμένο που δεν μπορεί να κρατήσει ένα φακό ίσια”, αλλά και άλλα πολλά, με το πιο επιτυχημένο του να είναι το “όταν μεγαλώσεις θα με καταλάβεις και τότε είναι που θα χτυπάς το κεφάλι σου στον τοίχο”.

    Η κασέτα συνέχισε να παίζει καθ’ όλη την εφηβεία μου. Δεν έγινε ποτέ τόσο κατανοητή όσο κουραστική και κλισέ. Δεν υπήρχε νόημα πλέον πίσω από αυτές τις λέξεις, όλες έβγαιναν σαν παχύς αέρας από το φαφουτιασμένο στόμα του κι όμως ακόμα με έκαναν να νιώθω μαλωμένο παιδί. Η μάνα μου έβλεπε τη σχέση μου μαζί του να φθείρεται λίγο λίγο για αυτό κάθε φορά που σκοτωνόμασταν με τραβούσε από το μανίκι και με έκανε χρυσό για να “τα ξαναβρούμε” ή να “γίνουμε κανονική οικογένεια” και πάντα της απαντούσα με γενικόλογα για να μην βρίσω και εκείνον και εκείνη που με άδειαζε για να πάρει το μέρος ενός παράλογου σκατόγερου.

    Από ένα σημείο και μετά έψαχνα αφορμή για να ανοίξω το στόμα μου αλλά κάθε φορά η μάνα μου κρατούσε τα μπόσικα την τελευταία στιγμή- εκτός από ένα μεσημέρι του Σεπτέμβρη που δεν έφτανε το χέρι της να μου τραβήξει το μανίκι. Εκείνη ήταν στη κουζίνα και ετοίμαζε τα ψάρια με σαβόρι και εγώ γυρνούσα σπίτι σκασμένος από χαρά, που μετά από ένα καλοκαίρι με το κεφάλι μέσα στα βιβλία πέτυχα στις Εισαγωγικές. Βρήκα τον πατέρα μου όπως κάθε μεσημέρι σκυμμένο πάνω από ένα κουβαδάκι που είχε για να ξεπλένει ευλαβικά ένα πετσί που είχε για να καθαρίζει το λάντα στην πυλωτή. Τον παρατηρούσα από την βεράντα κρύβοντας με τη παλάμη μου το σαρδόνιο σχεδόν γέλιο που είχα από το πρωί. Περίμενα πως και πως να μου πει με αυτή την αδύνατη φωνούλα κάτι του τύπου “σήκωσε τα ποδάρια σου και βάλε ένα χεράκι, μόνο για να τρως και να κοιμάσαι είσαι”, μόνο και μόνο για να του πω ότι πέρασα στους ασυρματιστές. 

“Και τι θες τώρα; Να σου πληρώσω εγώ τα πέρα δώθε σου για να το παίζεις εσύ ναυτάκι; Άντε παράτα μας”.

    Θα με γελούσα αν έλεγα ότι ξέρω τι ακριβώς μου αράδιασε, αλλά η αλήθεια είναι ότι ένιωσα μέσα μου μια ολοκλήρωση αφού η αφορμή που έψαχνα σερβιρίστηκε στο πιάτο μου. Άρχισα εγώ να φωνάζω, άρχισε εκείνος να κουνάει τα χέρια πάνω κάτω λες και πάει να πετάξει και άρχισε η μάνα μου να πετάει τα ψάρια στο τηγάνι για να κουφαθεί εντελώς με το τσιτσίρισμα του λαδιού.

“Να με ξεφορτωθείς δεν θες; Τι σε δυσκολεύει;”.

“Ρε άντε τράβα μέσα μην αρχίσω τους αγίους, ήρθες και με όρεξη λες και έπιασες το Λόττο. Αλλά που να καταλάβεις εσύ από λεφτά, έγινε κάνα θαύμα και δεν το μάθαμε; Έννοια σου όμως, όταν μεγαλώσεις θα με καταλάβ-”.

“Ναι εντάξει, σε καταλάβαμε. Μας ζάλισες το κεφάλι χίλια χρόνια, δεν βαρέθηκες;”.

    Το τελευταίο πρέπει να τον γύρισε αρκετά πίσω. Σαν να ξανάνιωσε δηλαδή, σαν να βρήκε τις δυνάμεις που σιγά σιγά του άφηναν χρόνους για να απομείνει η κακία του. Τέτοια αναζωογόνηση που πίστευε στα σοβαρά ότι θα μπορούσε να χαστουκίσει εύκολα ένα δεκαεννιάχρονο που περίμενε μισή ζωή να του ανταποδώσει τη χάρη.

    Όμως δεν το έκανα. Η διεστραμμένη χαρά που ένιωθα πριν διαλύθηκε όταν έπιασα στον αέρα το αριστερό του χέρι από τον αγκώνα. Έμεινα να κοιτάω το ταλαιπωρημένο δέρμα στη παλάμη του με τις κηλίδες και τις φλέβες που έμοιαζαν πια σκέτες οροσειρές πάνω του. Είχα τον παλμό του στα ακροδάχτυλα μου να χτυπάει γρήγορα μεν αλλά αδύναμα. Γύρισα να τον κοιτάξω και δεν έβλεπα πλέον έναν αντικοινωνικό και παράλογο σκατόγερο που πάλευε με κάθε τρόπο να δείξει την μικρή αξία του. Είδα έναν παρηκμασμένο, ίσως πληγωμένο άνθρωπο χωρίς συναίσθηση ή συνείδηση για να τον αποτρέψει από καταστάσεις όπως αυτή που έστεκε ανήμπορος και αβοήθητος μπροστά στο ίδιο του το παιδί.

    Δεν είχα θυμό άλλο μέσα μου ούτε λύπηση. Μονάχα έκλαιγα τα χρόνια της ζωής μου που έχασα παίρνοντας τον στα σοβαρά απλά και μόνο γιατί έτυχε να ήταν πατέρας μου. Για αυτό άφησα το χέρι του και τον παράτησα στη σύγχυση του, προσπαθώντας να βρει λόγια που θα με προκαλούσαν. Από ό,τι μου έσυρε ξεχώρισα μόνο το “μα τω θεώ, δεν θα το καταλάβω ποτέ αυτό το παιδί” όσο μάζευα τα πράγματα μου όπως όπως σε δύο σακ βουαγιάζ για να προλάβω ένα τρένο που είχε ήδη φύγει. Τελευταία φορά τον είδα μέσα στο αμάξι να σέρνει από το ανοιχτό πορτ μπαγκάζ ρούχα και ξυριστικά, ενώ η μάνα μου έψαχνε στη βεράντα να βρει αναπνοές ανάμεσα στους λυγμούς της. Το σπίτι έζεχνε κανονικά από τα καμμένα ψάρια και το σαβόρι όταν πήγα μέσα την μάνα μου για ύπνο, δίνοντας της υπόσχεση ότι ποτέ μου δεν θα γίνω σαν εκείνον.

    Πέρασε αρκετός καιρός από τότε αλλά όχι αρκετός για να σταματήσω να το σκέφτομαι, φαντάζομαι. Δεν ξέρω αν τελικά κράτησα ή όχι την υπόσχεση μου, σε αυτό το σημείο δεν με ενδιαφέρει κιόλας. Σημασία έχει ότι νιώθω πια το κύμα να δροσίζει τα πόδια μου και το θαλασσινό αεράκι να ανθίζει μέσα στα πνευμόνια μου. Αφήνω το νερό να με παρασύρει πιο βαθιά και κλείνω τα μάτια και τα μύτη μου. Βουτάω.

“Έλα, Νίκο, λαμβάνεις; Που είσαι ρε τόση ώρα; Την έχεις ή όχι ανοιχτή αυτή τη μαλακία; Είναι ‘δω η κυρά σου με τον μικρό, έλα πάρ’ τους”.

“Νίκο σε παρακαλώ αν ακούς γύρνα πίσω, ανησυχούμε πολύ. Θα κάνουμε τα αδύνατα δυνατά. Ό,τι χρειαστεί. Μαζί”.

“Μπαμπά; Μπαμπά είσαι εκεί; Σε παρακαλώ απάντησε, μου λείπεις”.


Αφιερωμένο σε έναν Νίκο.

<Saint Pepsi - Field Day>