13.10.19

Αφροδίτη


(πάτα το δε δαγκάνει)


    Κατά τύχη τους έπιασε το μάτι μου. Ούτε που κατάλαβα τι γινόταν μες στο ξημέρωμα- όταν πάρκαρα τελείως εκείνη ήταν ήδη πεσμένη και ένας βαψομαλλιάς σκατόγερος με το άσπρο το πουκαμισάκι της πάταγε κλωτσιές στα πλευρά. Πατάω μια φωνή και γυρνάει το ραμόλι με μουστάκι έτοιμο για τις απόκριες ήδη από τα τέλη του Σεπτέμβρη. Ξεκινάω ένα σπριντ (και καλά, που πνευμόνια τώρα για τέτοια) κι αυτός τινάζεται χεσμένος σε ένα πράσινο σιτροέν που έχει γίνει κώλος από τα βουλιάγματα. Στο τσακ γλίτωσε από τα χέρια μου το αρχίδι.

-Δεν έπρεπε να το κάνεις αυτό.

-Είσαι... Είστε καλά; Όχι απότομες κινήσεις, έχω φαρμακείο στο φορτηγό.

-Ε όχι και πληθυντικός, ρε παλικάρι μου.

    Με κορακί μαλλί, μια μαύρη μακριά ρόμπα κιμονό δεμένη στη μέση και χοντρά γυαλιά να κρύβουνε τα μάτια της η ηλικία της θα είναι κάπου στα πενήντα, βάλε βγάλε δυο χρονάκια. Αίμα πάντως πουθενά, στο χείλος λίγο και στη πλάτη από την άσφαλτο- τα υπόλοιπα απλά μελανιές από χέρι και παπούτσι. Της βάζω εκεί κάτι αρχαία μπεταντίν με τραυμοπλάστ που βρήκα και την σηκώνω με αργές κινήσεις φοβισμένος μην έσπασε τίποτα μέσα και δεν της φαίνεται. Αλλά και που σηκώθηκε και την βλέπω λίγο καλύτερα πάλι δεν μου φαίνεται καλά.

-Μη το ξύνεις, άστο να ποτίσει. Κέντρο υγείας, γιατρό έχει εδώ κοντά;

-Εσύ τι λες;

    Ηλίθια ερώτηση. Τι δουλειά να έχει το κέντρο υγείας κοντά στο πάρκινγκ του Σείριου; Εδώ δεν έχει ούτε Γκούντις πια, γιατρό θα έχει; Αμήν κάνουμε για έναν καφέ, μια τυρόπιτα και ένα κατούρημα χωρίς να πάθουμε καμιά σύφιλη εδώ πέρα.

-Που είναι το αμάξι σου;

-Δεν έχω.

-Σε φέρανε;

    Τα γυαλιά της έπεσαν απ’ την ολόισια μύτη της για να φανούν τα μουτζουρωμένα βλέφαρα της να μου κάνουν νόημα στα δεξιά. Αμάξι πράγματι δεν υπήρχε. Μόνο ένα εγκαταλελειμμένο βενζινάδικο, μια παιδική χαρά πνιγμένη στα αγριόχορτα και ένα κιτρινισμένο τροχόσπιτο πέντε επί τρία με μια γαλάζια γραμμή στο πλάι. Την κοιτάω για επιβεβαίωση και την πάω στράτα στρατούλα μέχρι μια σπαστή καρέκλα διακοπών στημένη ακριβώς δίπλα στην ορθάνοιχτη πόρτα του τροχόσπιτου.

-Με λένε... Αφροδίτη. Εσένα;

Ο δισταγμός της λίγο πριν το όνομα κατάφερε και χτύπησε όλα τα καμπανάκια που υπήρχαν.

-Έχει σημασία;

    Δεν πειράχτηκε. Είτε ξέρει το όνομα μου είτε όχι το ίδιο της είναι, κουβέντα να γίνεται- αρκεί να μην την ρωτάω τι της ήταν αυτός ο μαλάκας που την χτυπούσε σαν χταπόδι μόλις πριν λίγο.

-Αυτό να μου πεις. Πόσο είσαι;

-Κλεισμένα τριαντατρία.

-Μωρέ μπράβο. Και δεν σου φαίνεται. Και για εικοσιέξι θα περνούσες, πανάθεμα σε.

    Αρκετή κουβέντα δηλαδή. Τόση που κάνει να βγάλει καρέκλα να κάτσω δίπλα της. Κομπιάζω μια στιγμή να καταλάβω αν όλο αυτό είναι φλερτάκι ή αμήχανο κοπλιμέντο για “ευχαριστώ” επειδή βρέθηκα στο λάθος μέρος τη σωστή στιγμή.

-Συγγνώμη αλλά με έπιασες στο δρόμο για Ρουμανία. Κι αν δεν τηρήσω το πρόγραμμα θα μου κόψουνε τον κώλο.

Ούτε τώρα πειράχτηκε.

Ούτε πτοήθηκε όμως.

-Αυτά μας τα ‘παν κι άλλοι. Έχεις δει εσύ ποτέ άνθρωπο να πας να του πιάσεις την κουβέντα και να μην βιάζεται;

    Τελικά η Αφροδίτη λύνει την απορία μου ανοιγοκλείνοντας όλο νόημα την ρόμπα όσο μιλάει, λες και είμαι εγώ, τώρα αρραβωνιασμένος άνθρωπος με δυο μωρά, για τέτοιες ιστορίες. Που και να ήμουν δηλαδή, με δυο τρία βλέφαρα παραπάνω που ρίχνω στα πόδια και το στήθος η ιστορία δεν μου κάθεται. Κάνω λοιπόν τον ψόφιο κοριό αλλά εκεί αυτή. Και σκέψου ότι ούτε δέκα λεπτά πριν ήταν τάβλα.

-Κοίτα, δεν μπορώ να σε βοηθήσω άλλο. Και εξάλλου, πως να στο πω, εγώ δεν…

Προλαβαίνει και με κόβει από τα χειρότερα.

-”Δεν” τι; Δεν πας με πουτάνες ή με τρανς;

    Να πω δεν ντράπηκα; Ντράπηκα. Σίγουρα δεν θα ‘θελα να το πω έτσι μα πως αλλιώς θα το 'λεγα; Έμεινα με ένα γνέψιμο. Πάλι δεν θορυβήθηκε. Κουμπώνεται στοιχειωδώς και με πιάνει στην πάρλα (αφού δεν μ’ έπιασε πελάτη) ξεκινώντας κυριολεκτικά την ιστορία της ζωής της. Αμήχανο, σίγουρα, αλλά θα έλεγα ψέματα αν δεν μου φαινόταν κάπως ενδιαφέρον όλο αυτό.

    Γεννήθηκε, λέει, και μεγάλωσε σε μια επαρχιακή πόλη (δεν είπε ποια) με την γιαγιά της την Αφροδίτη (από εκεί και το όνομα) που τρεις φορές επισημαίνει πόσο άγιος άνθρωπος ήταν. Ρωτάω για γονείς και μετά από κάτι αξιομνημόνευτα καντήλια για εκείνους φτάνει η αφήγηση της στα δεκατέσσερα. Εκεί, λέει, παρατάει το σχολείο (κάτι που εξηγεί τον φτωχό τρόπο που εκφράζεται) και βρίσκεται με τα πολλά Θεσσαλονίκη για να αρχίσει να εκδίδεται.

-Ψεύτρα θα με έβγαζαν αν έλεγα ότι δεν μου καλάρεσε στη δουλειά, ειδικά στις αρχές. Μετά το αρχικό τρακ έρχεται η συνήθεια. Μια εβδομάδα να περάσεις εκεί πέρα και τίποτα μετά δεν θα σου ξανακάνει εντύπωση. Δεν φαντάζεσαι τι μούργα κυκλοφορεί. Τι βιτσιόζοι παντρεμένοι έτοιμοι για το Δαφνί, τι τσατσάδες που τα πρωινά τις έβλεπες στην τηλεόραση να ρωτάνε “που πάει αυτή η κοινωνία”, τι παπάδες... Καλά για παπάδες ακόμα δεν άκουσες τίποτα.

    Ενήλικη πλέον, η Αφροδίτη κατεβαίνει (όπως σκόπευε από πάντα) Αθήνα και βρίσκει μόνο κακομοιριά και βρώμα σε ένα υπόγειο της Κουμουνδούρου. Η απελπισία την στοιχειώνει και κάνει καιρό να φύγει γιατί δεν τα φανταζόταν τα πράγματα τόσο ανυπόφορα. Μαζεύει λίγα λίγα τα χρήματα και στα είκοσι της κάνει επιτέλους την εγχείρηση.

-Και πως ήταν μετά;

-Μέσα μου το ‘ξερα ότι εκεί θα γίνει το μπαμ- με το σώμα που έπρεπε να έχω. Φαντάσου πως κανένας καινούριος πελάτης δεν καταλάβαινε τη διαφορά, κι ακόμα και αν την καταλάβαινε αυτό ήταν το λιγότερο που τον απασχολούσε. Ήμουν μπροστά από όλες εκεί μέσα- όλες. Αλλά λίγο με ένοιαζαν αυτά, ήμουν για μεγαλύτερα πράγματα. Δεν θα έμενα για πάντα εκεί μέσα να με γαμάει κάθε καρυδιάς καρύδι για ψίχουλα. Για αυτό πείσμωσα και δούλεψα μέχρι να φτιάξω όνομα, μέχρι να με αναγνωρίζουν και να με συστήνουν, μέχρι να μπορώ να βγάλω όχι απλά λεφτά αλλά τα λεφτά. Και αυτό με έφαγε. Αυτό μου φούσκωσε τα μυαλά.

    "Μετακομίζει" έτσι στην Φυλής (φυσικά, που αλλού) και εδώ είναι που αρχίζει η ιστορία και μπάζει νερά. Ό,τι μου είπε ως τώρα ήταν ψιλοκλισέ, αλλά πιστευτά. Τώρα τα ξεπερνά, ισχυριζόμενη ότι έγινε τόσο ξακουστή που από “φτωχοπουτάνα” έγινε συνοδός πολυτελείας στο πι και φι (αυτό χωνεύεται, πράγματι θα ήταν όμορφη κάποτε) με πριβέ ραντεβού με επωνύμους. Μόνο τα ονόματα και τα ποσά που αραδιάζει μου βάζουν ψύλλους στα αφτιά. Συνεχίζει μετά λέγοντας ότι έφτασε να κυκλοφορεί Μερσεντές στο χωριό της γιαγιάς της και να την προσκαλούν προσωπικά όποτε μπάρκαρε ο στόλος των αμερικάνων σε Ρόδο και Κρήτη. Λες και έπαιζε στο “Καλώς ήρθε το δολάριο” του Φίνου, να πούμε.

-Δηλαδή έπεσε δουλειά, όχι αστεία.

-Δεν ήθελε πολύ να αρχίσουν να ασχολούνται μαζί μου περιοδικά και εκπομπές. Άλλες μέρες τότε. Τι ποσά σου έλεγα πριν; Ε αυτά ούτε που τα φαντάζεσαι. Τι “τραβέλι” με έλεγαν, τι “σατανά” και “ντροπή της φύσης”, ακόμα γελάω. Όταν έκλεινε η κάμερα να δεις τα παρακάλια τους όμως για φωτογράφηση ή συνέντευξη δεν λέγεται. Τέτοια ευκαιρία για δημοσιότητα δεν χάνεται εννοείται. Άσε που είναι και σκέτη πρέζα. Όλη αυτή η προσοχή σε κάνει να νιώθεις ότι κάτι κάνεις καλά.

    Πόση ώρα να πέρασε για να έχει βγει ο ήλιος και να μου ψήνει την πλάτη κανονικότατα; Κοιτάω ρολόι και βλέπω δέκα περασμένες. Σκατά. Τώρα θα περνούσα από Καμμένα Βούρλα. Πως της το ξεκόβω, ελπίζοντας ότι θα πάει τελικά μόνη στο γιατρό; Πως να ξεφύγω όσο ακόμα μιλάει το ίδιο αργά κοιτώντας με ευθεία στα μάτια;

-Ναι, μα...

-Ξέρω, τώρα δεν πολυφαίνεται, μα φαντάσου καθημερινά μόδιστρους να περνούν από το σπίτι μου στην Γλυφάδα για να πάω στις επιδείξεις τους. Σε τέτοιο σημείο ήμουν. Μάλιστα θα το πίστευες αν σου έλεγα ότι με πέτυχαν μια φορά στο αεροδρόμιο οι Ντόλτσε & Γκαμπάνα και μου έδωσαν την κάρτα τους;

Όχι. Όχι δεν θα το πίστευα.

-Οκέι όλα αυτά ρε Αφροδίτη αλλά κάτι δεν κολλάει. Εσύ τι κάνεις σήμερα εδώ;
    Δεν το πιστεύω ότι δεν θα περίμενε να πέσει αυτή η ερώτηση κάποια στιγμή, κι όμως έτσι συμπεριφέρεται. Ξεφυσάει πικρά και αφήνει το βλέμμα της στο υπερπέραν. Ξαφνικά η φωνή της αλλάζει στο πιο σοβαρό.

-Πιστεύεις  οι πουτάνες σκέφτονται το μέλλον; Γράφονται στο ΙΚΑ ή μαζεύουν ένσημα; Ειδικά οι τρανς. Οι πιο πολλές δεν σκέφτονται αν θα προλάβουν τα τριάντα, από άλλους ή από τις ίδιες. Εδώ εγώ δύο φορές κότεψα και τρεις φορές με πρόλαβαν, και μου λες εσύ αν σκεφτόμουν που θα είμαι στα γεράματα;

-Με όλα αυτά που λες εσύ θα έπρεπε τη δεκαετία του ‘90 να κάθεσαι πάνω σε εκατομμύρια, με όλες τις πόρτες ορθάνοιχτες. Τι συνέβη; Πως πας από Γλυφάδες, μερσεντές και συνεντεύξεις, ξέρεις… Εδώ;

    Όπου το εδώ υπενθυμίζω ότι είναι ένα ρημαγμένο τροχόσπιτο-σπίτι-γαμιστρώνας στην εθνική οδό με μπουρτζόβλαχους να την κλωτσάνε στο λαιμό.

-”Τι συνέβη”. Λες και εγώ δεν το ρώτησα ποτέ αυτό. Κάθομαι να σου πω δυο πράγματα για ‘μένα και εσύ με ρωτάς “τι συνέβη”. Τι να συνέβη; Τι πιστεύεις;

    Φαίνεται πραγματικά συγχισμένη που όχι μόνο την διέκοψα από την ιστορία της αλλά αμφισβήτησα και τα μούσια που πουλάει. Δεν γαμιέται, λέω, έχασα που έχασα την ώρα μου, να δούμε τουλάχιστον που καταλήγουν αυτές οι ψευδαισθήσεις περασμένων μεγαλείων. Έχω λίγο χρόνο ακόμα για χάσιμο.

-Πες μου να μάθω.

-Θα είναι το μέρος φαίνεται, δεν ξέρω. Εσύ, ας πούμε, ήρθες εδώ για μια στάση και μετά πάλι πίσω στη δουλειά. Και τι δουλειά, ένα τιμόνι έχεις και καθάρισες. Τις πουτάνες τις ρώτησες; Αυτές ένα κορμί έχουν και αυτό με ημερομηνία λήξης. Αν πουρέψουν, πάπαλα- αν προλάβουν. Αν δεν τους φάει το κορμί η σιχασιά. Αν δεν τους φάει η ανασφάλεια όταν όλα αρχίσουν να κρεμάνε, τα τηλέφωνα δεν θα χτυπάνε πια και θα φτάνεις στα παρακάλια για να ζήσεις γιατί οικογένεια να στηριχτείς γιοκ. Τρελαίνονται, βλέπεις, πιάνονται από όπου μπορούν για να συνεχίσουν να νιώθουν ότι όλο αυτό άξιζε και το έκαναν.

-Για αυτό μένεις εδώ; Για να νιώσεις ότι αξίζει; Για να σε σπάνε στο ξύλο οι βαψομαλλιάδες και να το δέχεσαι; Γιατί δεν ζητάς βοήθεια;

-Μα αυτή είναι η βοήθεια. Αυτός είναι ο μόνος έρχεται και μου πετάει κάνα δίφραγκο να ζήσω. Αυτός μόνο με πηδάει πλέον. Για αυτόν είμαι εδώ, και το τροχόσπιτο δικό του είναι. Στη Μαλακάσα μένει, κανονικά με γυναίκα, παιδιά, εγγόνια. Απλά θέλει που και που να το “ρίχνει έξω”, να γαμάει βερεσέ και αν του πεις ότι δεν μπορείς να ζεις άλλο έτσι να σηκώνει και το βρωμόχερο του γιατί φοβάται ότι η πουτάνα που πηδάει δεν του έχει αποκλειστικότητα. Αλλά τι στα λέω. Σάλιο χαλάω. Ούτε που με πιστεύεις ακόμα.

    Δεν ξέρω που λέει αλήθεια και που ψέματα, μόνο ότι αν τα έζησε και όλα αυτά μαλακία κάνει και δεν τα γράφει βιβλίο. Εγώ πάντως και πολύ ασχολήθηκα. Όταν άρχισα να ξεμακραίνω για το φορτηγό γύρισε στο πρώτο της ύφος, λέγοντας μου ότι “καλά κάνω” και ότι ο βαψομαλλιάς με το μουστάκι “δεν αστειεύεται, έχει κι όπλο”. Ναι, ό,τι πεις. Μπαίνω στην καμπίνα και βλέπω την Αφροδίτη από το τζάμι να περιμένει στην καρέκλα να φύγω όμως κάτι μέσα μου κολλάει να βάλει μπρος. Είναι έντεκα παρά αλλά η φλυαρία της έκαναν την κούραση να μου τα σκάσει τώρα. Με την ώρα να περνάει και το φορτηγό σταματημένο, η Αφροδίτη μπαίνει τελικά στο τροχόσπιτο κλείνοντας την πόρτα. Από τη μία ανακουφίστηκα. Έλα όμως που με τρώει η περιέργεια τώρα. Δεν γαμιέται, λέω, η Ρουμανία θα περιμένει λίγο ακόμα. Βγάζω μία το κινητό και πατάω να βρω το οτιδήποτε.

Αφροδίτη.

Τρανς.

Πόρνη.

Δεκαετία ‘90.

Μόντελινγκ.

Έντερ.

    Δεν γινόταν να μην νιώσω εδώ εντελώς μα εντελώς μαλάκας. Μοιάζει απίστευτο στα μάτια μου. Όχι μόνο τελικά έλεγε αλήθεια, αλλά φρόντισε να μετριάσει σημεία της ιστορίας της. Οι φωτογραφήσεις που έλεγε υπήρχαν πράγματι και ήταν πέρα για πέρα επαγγελματικές, ενώ βρήκα μια συνέντευξη σε μια αρχαία εκπομπή του Τράγκα με εκείνη, από ό,τι καταλαβαίνω στα χάι της, να εξηγεί πως άλλαξε η ζωή της με την δημοσιότητα. Ολόιδια, μείον την φθορά του χρόνου επάνω της. Αλλά κυρίως φαινόταν χαρούμενη. Πραγματικά η προσοχή επάνω της την έκανε να λαμποκοπά. Εξώφυλλα σε περιοδικά, πασαρέλες, καλλιστεία- όλα αρκετά για να επιβεβαιώσουν πως η Αφροδίτη όχι απλώς υπήρξε αλλά ήταν και σε κύκλους με γερά φράγκα. Και ωραία όλα αυτά, τα φράγκα όμως που πήγαν;  Η απάντηση βρίσκεται τελικά στο πιο πρόσφατο παρελθόν, και αυτή τη φορά σε άρθρα ειδήσεων.

    Μόλις τρία με τέσσερα χρονάκια πριν, η Αφροδίτη εμφανίζεται στα Ιεροσόλυμα (τι σκατά) για να έρθει πιο κοντά με τη θρησκευτική της πίστη και έναν ιεράρχη εκεί, πρόσωπο αρκετά σημαντικό ώστε να αρχίσουν ψίθυροι μέσα στα δύο χρόνια “κρυφών” συναντήσεων, που τελικά βγαίνουν στη φόρα με φωτογραφίες και βίντεο. Αποτέλεσμα; Να μυρίσουν αίμα οι κωλοφυλλάδες τύπου Εσπρέσσο και να βγουν για κυνήγι. Βγαίνει ο ιεράρχης, λέει “σόρρυ, λάθος, με παγίδευσε ο Σατανάς, δεν το ‘θελα, σχωράτε με, ειρήνη ημίν”, παίρνει πόδι από το πατριαρχείο και φεύγει νύχτα. Η Αφροδίτη από την άλλη χάνεται πάλι στις σκιές και φτάνει με κάποιο τρόπο στο σήμερα να ζει σε ένα πάρκινγκ, μια ανάσα από τον Σείριο.

    Ίσως αυτό τελικά να εννοούσε με το “καλά για παπάδες ακόμα δεν άκουσες τίποτα”. Ίσως έπρεπε να ακούσω πιο προσεκτικά ή να δω τη φυσιογνωμία της καλύτερα μπας και θυμηθώ το τζέρτζελο και τα πρωτοσέλιδα στα περίπτερα που έπαιζαν τότε. Όπως και να ‘χει, η περιέργεια μου χόρτασε μεν αλλά οι τύψεις με βαραίνουνε ακόμα. Με το δρομολόγιο να έχει πάει ήδη πια κατά διαόλου, χτυπάω την πόρτα της μέχρι να μου ανοίξει ανόρεκτα. Της δείχνω στο κινητό την συνέντευξη με τον Τράγκα.

-Εσύ είσαι τελικά, έτσι;

-Κρίμα ρε παλικάρι μου. Τι δουλειά έχεις εσύ με τις νταλίκες; Στη νάσα έπρεπε να πας με τέτοιο μυαλό.

Έκανα λάθος πριν. Εδώ είναι που δεν γίνεται να μην νιώσω μαλάκας.

    Με προσκάλεσε μέσα και με έβαλε να κάτσω ακριβώς μπροστά από έναν ανεμιστήρα που γυρνούσε βαριεστημένα για να ξεγελάσω τον ιδρώτα μου. Το εσωτερικό με ένα διθέσιο κρεβάτι και έναν καναπέ είναι πιο ευρύχωρο από ό,τι φαίνεται αλλά είναι πνιγμένο από πράγματα όπως συσκευασίες φαγητού και σακούλες. Καλή καβάτζα για διακοπές, αλλά άνθρωπος εδώ δεν μένει. Η Αφροδίτη δεν δίνει σημασία όμως στις αδιάκριτες ματιές μου. Έχει πάρει το κινητό στο χέρι κοιτώντας το ψυχρά. Σαν να μην αναγνωρίζει τον εαυτό της. Σαν να μην θέλει, δηλαδή.

-Πότε ήταν αυτό;

-Θα σε γελάσω. Ενενηνταπέντε; Πιο μετά; Πολύ γλοιώδης άνθρωπος πάντως. Δεν μου ρίχτηκε, κάθε άλλο, αλλά φοβερά γλείφτης και κουτσομπόλης. Μετά από καιρό κατάλαβα ότι με ειρωνευόταν. Και οι άλλοι δηλαδή έτσι ήταν πάνω κάτω. Άλλα χρόνια όμως τότε, πιο φανταχτερά, πιο… Αθώα; Καλά αθώα ίσως όχι.

    Της δείχνω μετά το άρθρο για τον ιεράρχη. Εδώ σκάει ένα πικρό γελάκι. Δεν φαίνεται χαρούμενη κοιτώντας το όμως κατάλαβε ότι ενδιαφέρθηκα και έσκαψα την ιστορία της για με αφήνει όσο να πεις να εξιλεωθώ για τη τσογλανίστικη συμπεριφορά μου πριν. Με επιφυλάξεις αυτή τη φορά.

-Αυτό ήταν το πιο πρόσφατο που βρήκα, μετά δεν έχει συνέχεια. Θα μου την πεις;

-Μια μέρα το κεφάλι μου πήγε να σπάσει. Έφτασα στο αμήν, δεν με έπαιρνε άλλο να συνεχίσω. Το μόνο που ήθελα ήταν να σώσω τη ψυχή μου από το βούρκο και η ιδέα ήρθε όταν μια μέρα βρήκα τον βαφτιστικό μου  σταυρό από τη γιαγιά. Αυτό ήταν. Παράτησα τη δουλειά, έκλεισα το τηλέφωνο και γύριζα μονές και εκκλησίες πετώντας λεφτά μπας και βρω καμιά θέση κοντά στον Θεό. Ε και βρήκα τον Διάολο μου.

    Την βρίσκω αρκετά πιο κλειστή από πριν. Φαντάζομαι το θέμα θα είναι ακόμα ανοιχτή πληγή και το να μιλάει για αυτό θα είναι δύσκολο. Της λέω ότι δεν χρειάζεται να πει κάτι παραπάνω αν δεν θέλει κι ότι θα την αφήσω στην ησυχία της αν το ζητήσει. Με καθησύχασε με μια χειρονομία.

-Και τα βίντεο;

-Εγώ τα έβγαλα όλα. Σου είπα πριν πως οι πουτάνες δεν σκέφτονται το μέλλον. Εγώ με τα μυαλά που κουβαλάω δεν σκέφτηκα ούτε το παρόν. Ήθελε να γίνει μητροπολίτης το ψώνιο και θα με παρατούσε, λες και εγώ του ρίχτηκα πρώτη. Κι αφού αυτός με ζούσε, τι θα γινόμουν εγώ; Βρέθηκε τότε και με ασήμωσε ένα περιοδικό, ούτε θυμάμαι ποιο, για να δώσω υλικό που είχα μαζί του και με τα χρήματα αυτά γύρισα πίσω, να μην θυμίζει τίποτα την περιπέτεια μου εκεί κάτω. Η τσέπη όμως άδειασε από τη μια μέρα στην άλλη. Και τώρα, λέω, τι; Ζητιάνα δεν τολμούσα να γίνω και στα στούντιο θα έπεφτε δούλεμα οπότε γύρναγα σαν άδικη κατάρα σε γνωστούς μέχρι να βρεθεί ένας να μου δώσει ένα χέρι.

-Ένα καθίκι.

-Ναι, ξέρω ‘γω; Ένα καθίκι. Καλύτερο από το τίποτα.

    Δεν βρίσκω κάτι άλλο να της πω. Η περιέργεια μου έσβησε, τύψεις τόσες πολλές δεν είχα πια και οίκτο δεν τολμούσα να νιώσω απέναντι της. Μόνο “καλή τύχη” και “κουράγιο” μπορώ να της πω φεύγοντας, ξέροντας πόσο λίγη αξία φέρνουν και τα δύο. Στο φορτηγό δεν ήθελε να έρθει, γιατί δεν είχε πουθενά αλλού να πάει. Της λέω ότι οπουδήποτε θα ήταν καλύτερα από αυτή τη μιζέρια και τη κακομεταχείριση. Μου λέει ποιος ξέρει, μπορεί να βρεθεί κανείς. Μπορεί να έρθει κάποιος και να την βοηθήσει πραγματικά. Να της δώσει να ζήσει ή να την πάρει και ν-...

-Αφροδίτη! Για έβγα έξω! Τώρα!

    Οι φωνές έξω άνοιξαν διάπλατα τα μάτια της Αφροδίτης, κοιτώντας μια εμένα και μια την πόρτα. Τέτοιο πανικό στο πρόσωπο της δεν πίστευα ότι θα έβλεπα.

-Δεν έπρεπε να το κάνεις αυτό, στο είπα.

-Αυτός είναι;

    Ούτε που χρειαζόμουν απάντηση. Το κάτω χείλος της που τρεμοπαίζει λες και πάει να πέσει απ’ το σαγόνι δίνει όλες τις πληροφορίες που χρειάζομαι. Τραβάει το χέρι μου από την πόρτα μπας και με σταματήσει. Άδικα χαλάει δύναμη, το έχω αποφασίσει. Της χαμογελάω για να την καθησυχάσω και πηδάω έξω με τον ήλιο να κρέμεται από πάνω μου. Στα δέκα μέτρα αριστερά το πράσινο σιτροέν ανοιχτό και λίγο πιο κοντά αυτό το αρχίδι ο βαψομαλλιάς με μια κυνηγετική να κάθεται στα χέρια του. Το φορτηγό ευθεία μπροστά, σαράντα βήματα περίπου. Ένα σπριντ είναι, τον έχω στην χειρότερη, σιγά. Έτσι και αλλιώς με αυτά σταφιδιασμένα χέρια που να βρει για να γεμίσει και να ρίξει; Να, κάτω του πέσανε τα φυσίγγια του μαλάκα, δεν το έλεγα; Δέκα βήματα ακόμα και τα λέμε Ρουμανία, χαιρετίσματα. Μόνο κρίμα που δεν πρόλαβα να χαιρετίσω και εκείνη όπως πρέπει. “Καλή τύχη!” της κάνω εν κινήσει μα δεν βγαίνει η φωνή μου. Που να ακουστεί κιόλας τώρα θα μου πεις με αυτά τα μπαμ μπουμ μπαμ μπουμ μπαμ…

Μονάχα εκείνη πια ακούγεται στο βάθος να πατάει μια κραυγή.

-Όχι μη!


Τράγκα γαμιέσαι.

1 σχόλιο: