-Παναγιά μου, μού μιλάει μια αλεπού!
-Παναγιά μου, μού μιλάει μια χοντρή!
-Κάτσε, τι;
Δεν ξέρω τι άλλο μπορούσα να περιμένω κατεβαίνοντας από τον πύργο σήμερα. Είχα από πριν άσχημο προαίσθημα κατεβαίνοντας στο δάσος για πρώτη φορά. Το μυρίστηκα από την αρχή.
-Χε χε, “το μυρίστηκα” λέει. Δεν παλιώνει ποτέ!
-Ορίστε;
Η αλεπού συνεχίζει να χαχανίζει αλλά μάλλον όχι επίτηδες. Κρίνοντας από την βρώμικη κιτρινωπή γούνα και τα εγκαύματα στο ξερακιανό σώμα της, έχει περάσει και καλύτερες μέρες.
-Εεε κοπελιά. Ακόμα εδώ είμαι, έτσι; Ακούω.
Όπου κι αν ήταν (πριν με κοψοχολιάσει) πρέπει να την έφτασε στο τσακ η φωτιά, μα δεν μοιάζει να πονάει. Ίσα ίσα, κάνει χάζι όσο τεντώνεται σαν γάτα μες στο χώμα. Θα φαίνομαι εξαιρετικά διασκεδαστική (ή αξιολύπητη) για να ‘ρχεται τόσο κοντά μου. Όχι πως θα με χάλαγε λίγη κουβέντα τέτοια ώρα, έχω να μιλήσω με άνθρωπο (ή ό,τι είναι αυτό) και εγώ δεν ξέρω πόσο καιρό. Όμως ο τρόπος που με ακολουθεί με αυτό το σαρδόνιο γελάκι μου μοιάζει πολύ χυδαίος.
-Έλα αλεπουδιάρα, τέλος, έχω σοβαρή δουλειά εδώ. Δεν θ’ ασχοληθώ άλλο μαζί σου. Μείνε μακριά και δεν θα ανοίξει ρουθούνι, 'ξηγηθήκαμε;
-”Ρουθούνι” λέει, χα χα. Λες να ξέρει;
-Καλά, έγινε.
Δείχνω κωλοδάχτυλο και συνεχίζω την πορεία μου βάζοντας και βγάζοντας τις μπαταρίες από τον ασύρματο. Τζίφος. Ο μπαμπάς (ή όποιος άλλος ακουγόταν στη συχνότητα που έπιανα στον πύργο) δεν ξανάβγαλε άχνα και φυσικά δεν υπάρχει ψυχή τριγύρω. Είχα δηλαδή τη μιζέρια μου, ήρθα κι εδώ κάτω να παίξω κρυφτό μες στη νεκρά φύση. Ευτυχώς είναι απογευματάκι ακόμα με τον ήλιο να λάμπει μέσα από τα δέντρα και δεν έχω χεστεί πάνω μου.
Έλα όμως που η φωτιά στο βάθος καίει ό,τι βρίσκει μέρες τώρα και κανένας δεν ασχολείται μην καώ καμία μέρα ζωντανή. Να σου ξανά ο πανικός. Σκαρφαλώνω ένα δέντρο να δω καλύτερα την κοιλάδα που ‘χει αρπάξει, ουρλιάζοντας ταυτόχρονα στον ασύρματο μπας και βρω σήμα. Ξελαρυγγιάζομαι, πιάνω τον λαιμό μου, χάνω ισορροπία, γλιστράω στον κορμό και πέφτω με τα μούτρα. Όταν ξεκόλλησα πλέον από κάτω το αίμα έτρεχε απ’ την μύτη μου σαν να ‘ταν συντριβάνι. Μωρέ κάτι ήξερα που καθόμουν στον πύργο παρατήρησης και δεν…
-...”ξεμυτούσα”, ε; Χε χε χε χε. Έχεις πλάκα ρε, μα δεν μ’ ακούς ποτέ που σου μιλάνε.
Γυρνάω να κοιτάξω την αλεπού έτσι ώστε να πάρει το μήνυμα και να ξεκουμπιστεί αλλά εκεί αυτή, με τα μάτια της να λάμπουν σαν να περιμένει κάτι. Βαδίζω κουτσά στραβά προς μια κατεύθυνση, από πίσω αυτή, πετάει μαλακίες, έπειτα γυρνάει για αλλού, την κυνηγάω να μη φύγει στη φωτιά, την προφταίνω και ξανά από την αρχή. Δεν πάει στο διάολο, λέω, ασ’ την. Ε και την αφήνω να φύγει. Ε και μ’ εκείνα και με τ’ άλλα χάνομαι. Τόση ώρα τον καπνό από τις φλόγες είχα μπούσουλα και με το κυνηγητό δεν πρόσεξα ότι η κάπνα σκόρπισε σε είκοσι μεριές. Σηκώνω κεφάλι και ο ήλιος φέγγει κόκκινος. Τι ήθελα και ήρθα εδώ πέρα;
-Ακούει κανείς σε αυτό το κανάλι; Ξέρω ότι πιάνετε κάποιοι σήμα. Μπαμπά ακούς; Η δασοφύλακας είμαι και σας ψάχνω τόση ώρα. Αν ακούτε, πείτε μου που είστε να σας βρω. Ελήφθη;
Ανάθεμα και αν μου χρειάζεται πια αυτό το μαραφέτι, με το λαρύγγι μόνο θα τους έχω ξεκουφάνει.
-Ελπίζω να καταλαβαίνεις από τώρα πόσο μάταιο είναι αυτό. Είναι κάπου η χιλιοστή φορά που στο λέω σε αυτό το σημείο, μα δεν παύω να ελπίζω πως μια μέρα θα σταματήσεις να το κάνεις αυτό. Στον εαυτό σου κυρίως. Όπως ότι θα σταματήσεις να φοράς ρούχα που σου κάνουν χοντρά μπούτια.
-Μπορείς σε παρακαλώ να με βοηθήσεις εδώ με το στόμα σου κλειστό; Λίγο να ξεχαστούμε εδώ και γίναμε λαμπάδες. Δεν χρειάζομαι το υφάκι σου τέτοιες ώρες.
-Μπαρδόν; Ποιο υφάκι; Εγώ τα λέω για το καλό σου. Αλλά δεν σε αδικώ. Τόσο καιρό εδώ κλεισμένη, λογικό να έχει σκουριάσει κάπως το μυαλό σου.
-Κλεισμένη;
Με κοιτάει από πάνω μέχρι κάτω, ξεφυσά και κάθεται μπροστά μου περιμένοντας πάλι κάτι. Τι ακριβώς; Μακάρι να ‘ξερα, αν αυτό θα μου έδιωχνε τις ενοχές να την παρατήσω εδώ και να γίνει φλαμπέ. Μέχρι τον πύργο θα μύριζε ψημένο αλεπουδάκι.
-Καλά έτσι που έκανες τη μύτη σου σιγά μη μύριζες τίποτα.
-Κλεί-σε-το-ρη-μά-δι-το-στό-μα-σου.
Με αιφνιδιάζει ο ασύρματος που τσιρίζει με μια ακατάληπτη φωνή. Δεν πιάνω πολλά, μόνο φράσεις όπως “μακάρι να μπορούσες να με ακούσεις” ή “ένα σημείο ζωής” και άλλα τέτοια. Όλα αρκετά για να καταλάβω τον μπαμπά. Πατώ να απαντήσω με την αγωνία να τρεμοπαίζει τα χέρια μου. Τον βρίσκω και τον χάνω, χωρίς να τον φτάνει ποτέ η φωνη μου. Το σήμα χειροτερεύει, μα για να τον ακούω αυτό σημαίνει πως κάπου εδώ θα βρίσκεται, σωστά; Αν όμως είναι κάπου που τον βρήκε η φωτιά; Τσιρίζω στο μικρόφωνο “ΜΠΑΜΠΑ ΑΠΛΑ ΠΕΣ ΜΟΥ ΟΤΙ ΕΙΣΑΙ ‘ΔΩ“ σαν δεκάχρονο και τον χάνω εντελώς.
Ξαποσταίνοντας σ’ έναν κορμό μου έρχεται στο στόμα το αίμα (που έτρεξε παντού και έγινα σκατά) και βάζω τα κλάματα. Νιώθω τελειωμένη. Βλέπω στάχτη να πέφτει πάνω μου από την μαυρισμένη πλαγιά στα δεξιά μου και με πιάνει πάλι τρέμουλο. Δεν ξέρω άμα κλαίω που είμαι εδώ μέσα ολομόναχη ή που στον επόμενο κορμό ίσως βρω και τον μπαμπά μου... Ξέρεις πως. Δεν ξέρω τι θα κάνω άμα πετύχω κάτι τέτοιο.
-Μην τα λες αυτά μωρή, αμαρτία είναι. Χίλιες φορές σε ακούω χίλιες φορές σφίγγεται η καρδιά μου. Έλα σήκω.
Είχα ξεχάσει την αλεπού για μια στιγμή.
-Τι θες πια από εμένα;
-Ξέρω ‘γω; Παρέα; Χαβαλέ; Όση πλήξη νιώθεις εσύ τόσο καιρό κλεισμένη πάνω στον πύργο ένιωθα και εγώ. Μόνο όταν πιάνεις τον μπαμπά στον ασύρματο καταδέχεσαι να κατέβεις εδώ κάτω και έχω με κάτι να ασχολούμαι.
-Με έχεις δει εκεί πάνω;
-Αν σε έχω δει, λέει; Τι άλλη δουλειά μπορεί να έχει μια αλεπού σε τέτοιο σκατοδάσος παρά να παρακολουθεί ανελλιπώς μια σαραντάρα δασοφύλακα; Να χαζεύει όλη μέρα με τα κυάλια, να ψάχνει όλες τις συχνότητες στον ασύρματο, να πίνει μπύρες και να ακούει την ίδια μουσική όλη την ημέρα στο ντίσκμαν; Παίζει εδώ κάτι καλύτερο και δεν το ξέρω;
-Ποια σαραντάρα ρε; Δεκαεφτά είμαι.
-Σου λέω τα τριάντα τα έχεις πατημένα.
-Εγώ φταίω που ασχολούμαι.
Πάντως η κουβέντα με την αλεπού σε κάνει να ξεχνιέσαι, όσες χοντράδες και αν λέει. Και λέει πολλές. Και αρκετά πράγματα που ξεστομίζει είναι μπηχτές που δεν πολυβγάζουν νόημα. Παρόλα αυτά λίγη παρέα μέσα σε μια γούβα γης γεμάτη στάχτη και κόκκινο καπνό με καθησυχάζει.
-Δεν είμαι εδώ για να σου κάνω τη ζωή δύσκολη.
-Δεν ξέρω καν γιατί είσαι εδώ. Και πως μιλάς; Αν δεν γίνομαι αδιάκριτη, δηλαδή.
-Τι τα ψειρίζεις αυτά ακόμα; Κάθε φορά αυτό κάνεις. Αν και πρώτη φορά βλέπω τέτοια φωτιά εδώ. Και χάθηκες από πολύ νωρίς στο δάσος αυτή τη φορά. Και για να σου πω την αλήθεια, είμαι λίγο χεσμένος πάνω μου, δεν ξέρω τι παίζει ακριβώς τώρα.
-”Χεσμένος”; Άντρας είσαι;
Με κοιτάει με το πιο νεκρό, γεμάτο απαξίωση βλέμμα που μπορούσε να έχει μια αλεπού. Δεν ξέρω γιατί τον νόμιζα για κορίτσι. Αλλά αφού μπορεί να ακούσει τι λέω από μέσα μου, ζητώ συγγνώμη που διαιωνίζω τέτοια στερεότυπα. Λάθος μου. Εντάξει τώρα; Γνέφει σαν να συμφωνεί, είμαστε οκ.
Με αυτά και εκείνα είχα αφήσει στην κωλότσεπη τον ασύρματο και όταν άρχισε πάλι να “σφυρίζει” ανατρίχιασα ολόκληρη. Παίρνοντας το στα χέρια μου το ρίχνω στο χώμα σαν το άχρηστο πλάσμα που είμαι πραγματικά. Ακόμα και η αλεπού γούρλωσε τα μάτια με το πόσο άμπαλη είμαι.
Το σήμα ήταν λίγο καλύτερο. Άκουγα για περίπου πέντε λεπτά ασταμάτητα πριν προσπαθήσω μάταια να απαντήσω. Εδώ σίγουρα δεν μιλάει ο μπαμπάς. Τα ακαταλαβίστικα που ακούγονται φεύγουν τόσο κοφτά και γρήγορα απ’ το στόμα ανήκουν στη μάνα μου. Ακούω το πρώτο “κοίτα την κορούλα σου” και σιγουρεύομαι.
“...κοροϊδευόμαστε μεταξύ μας, χριστιανέ μου;”.
“Κουράστηκα. Θες να μ’ ακούσεις να το λέω; Στο λέω τώρα.”.
“...εγώ; εγώ δεν καταλαβαίνω; εγώ είμαι η κακιά και η άκαρδη πάλι;”.
“...κανόνισε την πορεία σου. Το χάσαμε το τρένο...”.
Και μετά πάλι σιγή.
Ίδιο ύφος, ίδιες ατάκες χιλιοπαιγμένες πότε στην κουζίνα, πότε ανάμεσα στον κόσμο. Ο ίδιος τσακωμός ξανά και ξανά με τον μπαμπά. Οι αφορμές σχεδόν πάντα γελοίες, αλλά εδώ η φωνή της δεν είναι θεατράλε. Κάτι σοβαρό θα έγινε για να κλαίει σαν γουρούνι η αγαπημένη μου μανούλα.
-Δεν κλαις πια; Σου πέρασε γενικά η τρομάρα;
-Δεν ξέρω.
-Κατάλαβα, είμαστε ακόμα στο σημείο που προσαρμόζεσαι. Έχουμε λίγο ποδαράτο ακόμα μέχρι να γυρίσεις πίσω.
-Πες μου πια, τι παραπάνω ξέρεις;
-Τίποτα παραπάνω. Εγώ είμαι εδώ σαν υπενθύμιση, σαν ξυπνητήρι περίπου. Ξέρεις, όπως αυτό με το αλεπουδάκι που είχες μικρή στο κομοδίνο; Θυμάσαι; Το έφερες κι εδώ στον πύργο. Περίεργο να ‘χεις ξυπνητήρι και να σηκώνεσαι απομεσήμερο βέβαια. Δασοφύλακας, τρομάρα σου.
Άργησα λίγο να πάρω μπρος. Έχει δίκιο, είναι φτυστή με το ξυπνητήρι που είχα μικρή. Πως δεν το έπιασα πιο πριν; Και τι σημαίνει αυτό τώρα; Ρωτώντας δεν θα μάθω κάτι παραπάνω. Δεν ξέρω αν νιώθω πια εμπιστοσύνη, οικειότητα ή περιέργεια για αυτό το πλάσμα. Και αυτά τα αινιγματικά που τσαμπουνάει κουράζουν. Περπατάμε και χαζολογάμε χωρίς να προσέχουμε την πορτοκαλί ομίχλη που κατάπιε τα πάντα ένα μέτρο από εμάς. Μπροστά μας βλέπουμε μόνο καπνισμένους κορμούς και λιωμένα ζώα. Όλα λούτρινα, αρκουδάκια που είχα όταν ήμουν μπέμπα. Αν δεν έφτανε η καρδιά μου χίλιους παλμούς ίσως και να ανατρίχιαζα τώρα.
Καλύπτω μύτη-στόμα με το χέρι και προσπαθώ να μαντέψω τα βήματα της αλεπούς, που κάνει ζιγκ ζαγκ ζαλισμένη. Δεν μοιάζει την νοιάζει να βρω τον πατέρα ή την μάνα μου πριν γίνουμε όλοι μπάρμπεκιου. Είναι απασχολημένη να κοιτάζει δήθεν εξεταστικά το κατεστραμμένο τοπίο.
-Και δεν μου λες, πόσο καιρό με κοιτάς από μακριά; Όλο το καλοκαίρι εκεί πάνω δεν πέτυχα ψυχή και τώρα προέκυψες εσύ, ο κρυφός μου θαυμαστής.
-Ποιο καλοκαίρι χρυσή μου; Σύνελθε. Τα νιάτα μας φάγαμε εδώ, θα μας τρελάνεις; Αλλά τι λέω, και πιο βασικό σε ποια το λέω. Την τύχη σου να είχα να έπαιζα κι εγώ σε τέτοιο παιδότοπο. Έχει βλέπεις και τα καλά της η αποσύνδεση από το περιβάλλον.
-Για ένα καλοκαίρι είμαι εθελόντρια εδώ. Το έλεγε και στα χαρτιά. Νομίζω.
-Για κάτσε… Ρε λες;
-Μετά από αυτό γυρνάω σπίτι να μάθω αν πέρασα στις πανελλήνιες και μετά μην με είδατε.
-... αυτό είναι τελικά; Η αποσύνδεση;
-Κάτσε, έδωσα πανελλήνιες; Έφαγα σκάλωμα τώρα.
-Χέσε μας λίγο με τις πανελλήνιες. Δεν θα πέσει έξω το κράτος με μια άνεργη πτυχιούχα μείον. Κάτι πάει στραβά εδώ.
-Πως θα μπορούσα να ξεχάσω τις πανελλήνιες με τόση προετοιμασία;
-Α καλά. Εδώ ο κόσμος καίγεται και εσύ ακόμα να πάρεις μυρωδιά.
-Άντε πάλι με τη μύτη μου…
-Όχι κυριολεκτικά. Δηλαδή δεν ήθελα να... Τέλος πάντων, κατάλαβες.
-Ίσως για αυτό δεν υπάρχει ψυχή εδώ κάτω. Τους πέθανες όλους με τις ανοησίες σου.
-Δεν έχω καλό προαίσθημα. Όλη μας η ρουτίνα πάει λάθος, τόσες φορές τα έχουμε κάνει αυτά κι όμως εδώ κάτι δεν κολλάει. Έχουμε κολλήσει εδώ και ώρα στο ίδιο σημείο και μάλλον...
-”Μάλλον”..;
-...χαθήκαμε. Μάλλον.
Προ-φα-νέ-στα-τα. Όταν τρως τόση ώρα να σπας τα νεύρα ενός ανθρώπου στα πρόθυρα κρίσης, αργείς να καταλάβεις τι συμβαίνει. Πάμε στα τυφλά εδώ και ώρες. Φεύγουμε απ’ τη φωτιά; Πάμε καταπάνω της; Ένας θεός ξέρει, έτσι που όλα γύρω ντύθηκαν καφέ. Κουτουλάμε σε κορμούς και τιναζόμαστε με τους ήχους που κάνουν τα καρβουνιασμένα λούτρινα όταν πατάς στην κοιλιά τους. Περνάω ένα χέρι βρισίδι την αλεπού εδώ που μας έφερε, εκείνη μυρίζει και σκάβει το χώμα ανήσυχη ψάχνοντας δήθεν για την “προκαθορισμένη πορεία μας” και έτσι περνά η επόμενη ώρα. Μπορεί και παραπάνω- το ρολόι μου σταμάτησε.
-Πόση μπαταρία δείχνει ο ασύρματος;
-Μια γραμμούλα. Και την είχα γεμισμένη, όπως κάθε φορά.
-”Όπως κάθε φορά”;
-Κάθε φορά που κατεβαίνω από τον πύργο.
Αφήνει το σκάψιμο και με κοιτάει με τα μάτια γουρλωμένα. Κολλάει το μυαλό μου προς στιγμήν και πριν μιλήσει με πιάνει ίλιγγος. Όταν συνέρχομαι με ρωτάει ξανά και ξανά αν “ξέρω”, λες και έχω ιδέα τι μου λέει. Κοιτάω μπας και βρω τον ήλιο για να σταματήσουν να τρεμοπαίζουν όλα γύρω μου. Δεν τα καταφέρνω. Η αλεπού κοκαλώνει δίπλα μου ρωτώντας τα ίδια με εκνευρισμένο και ειρωνικό τόνο όσο ξερνάω.
-Δεν ακούς ε; Οκ, γυρνάμε πίσω. Τώρα.
-Που πίσω; Έχω τους γονείς μου εδώ πέρα!
-Mου παίζεις την ανήξερη τόση ώρα. Πρέπει να γυρίσουμε πίσω στην αφετηρία, δεν καταλαβαίνεις; Με εσένα στον πύργο παρατήρησης να πιάνεις τους γονείς σου στον ασύρματο, να κατεβαίνεις στο δάσος και να βρίσκεις εμένα σπάζοντας την μύτη σου. Δεν ξέρω πόσο πιο σκατά θα γίνει η μύτη σου από ό,τι τώρα, μα ίσως την σκαπουλάρουμε.
-Είσαι η πιο αχώνευτη αλεπού που μιλάει.
-Πω, με ξέκανες. Φέρε τον ασύρματο τώρα.
-Ξεκόλλα, ΘΑ ΤΟ ΣΠΑΣΕΙΣ!
-ΤΕΛΕΙΩΝΕ ΦΕΡ’ ΤΟΝ ‘ΔΩ ΝΑ ΞΕΜΠΕΡΔΕΨΟΥΜΕ.
-ΜΗ.
Ο ασύρματος γλιστράει, πέφτει σε κάτι μαυρισμένα κλαδιά και γίνεται σμπαράλια. Τα μάτια και των δυο μας καρφωμένα, να ψάχνουν τη γη μήπως χάσουν κανένα εξάρτημα. Ο χρόνος φρενάρει, η πορτοκαλί ομίχλη γίνεται ένα αρρωστημένο βαθύ κόκκινο φως από τον ήλιο που βασιλεύει πια στην άκρη της κοιλάδας λες και είμαστε στην κόλαση. Αυτό ήταν;
-Μπα. Όχι ακόμα τουλάχιστον.
-Κοφ’ το.
-Το κόβω.
Έχω παραλύσει. Το κεφάλι μου δεν μπορεί να χωνέψει άλλο την ιδέα αυτής της άρρωστης διαδικασίας- οι μέρες εδώ πέρα παρελαύνουν στη σειρά η μία πίσω από την άλλη ίδιες και απαράλλαχτες. Προσπάθησα τόσο πολύ να αντισταθώ μα το “πόστο” μου εδώ πέρα σταμάτησε να βοηθάει καιρό τώρα. Κάθε σπιθαμή πάνω μου δείχνει πλέον πληγωμένη και τραχιά. Πόσο καιρό ήμουν αναγκασμένη να βλέπω τα πάντα να παίρνουν φωτιά και εγώ να προσπαθώ να μην καώ; Ούτε που ξέρω, μόνο ότι κουράστηκα να βρίσκομαι εδώ. Να σπάω τα μούτρα μου, να χάνομαι και να παίζω κυνηγητό με πύρινες γλώσσες όσο ζητάω τον μπαμπά σε έναν μαλακισμένο ασύρματο. Λες και τον χρειάστηκα ποτέ για να τον ακούσω. Τον έχω δίπλα από το αφτί μου όλη την ώρα.
Και τώρα ακόμα.
“Κάνεις σαν μωρό, μεγάλος άνθρωπος. Λες και εγώ δεν πονάω.”.
“Σου είναι τόσο εύκολο πια;”.
“Νομίζεις δεν πονάω από μέσα; Στην ίδια βάρκα είμαστε και βουλιάζουμε.”.
“Κι αν σηκωνότανε επάνω ετούτη τη στιγμή; Κι αν σε κοίταζε στα μάτια και σε ρώταγε τι συζητούσαμε πριν λίγο;”.
“Είκοσι χρόνια, βρε χρυσέ μου. Είκοσι χρόνια και ακόμα τα ίδια λέμε. Η κόρη σου έφυγε, μόνη μου ακούω τους γιατρούς; Μόνη μου ξημεροβραδιάζομαι εδώ μέσα; Μόνη μου κόβω απ’ το ψωμί μου για να έχω να ελπίζω; Γιατί μου το κάνεις αυτό; Γιατί μπροστά στον κόσμο, άνθρωπε μου;”.
“Δεν θα αντέξω. Δεν μπορώ να το αντέξω.”.
“Καιρός είναι να ηρεμήσει η ψυχούλα της και εμείς. Ό,τι έμεινε εκεί μέσα...”.
“Μη κλαις, πανάθεμα σε. Δεν με βλέπεις που κρατιέμαι;“.
Έτσι είναι η μάνα μου. Στην αρχή ατσάλι σκέτο και στο τέλος την παίρνουν τα ζουμιά. Τώρα ο μπαμπάς θα την παίρνει αγκαλιά με τα κουπιά που ‘χει για χέρια μπας και ηρεμήσει. Και τι θα έδινα να τους δω, αν και θα ‘χουν γεράσει τόσο καιρό στο περίμενε.
Όταν σώπασε η μάνα μου σκούπισα τα μάτια μου και είδα τη φωτιά στα δέκα βήματα. Ρούχα, παπούτσια, μαλακίες- όλα λιώνουν και πέφτουνε στο χώμα που βράζει. Παίρνω την αλεπού αγκαλιά και τρέχω μπας και σωθεί τίποτα από τα τομάρια μας. Μάλλον δεν την βγάζει. Παντού καμμένη γούνα και το δέρμα να έχει σκάσει. Ίσα που έχω το θάρρος να κοιτάξω στο κεφάλι της μια γλώσσα μες στα αίματα και δυο ματάκια να κοιτούν ανήσυχα τριγύρω.
-Μπορείς ακόμα να μιλήσεις;
-Όσο εσύ μπορείς να τρέξεις.
Κάτι ξέρει που το λέει. Το σώμα μου σιγά σιγά βαραίνει και να καθυστερεί να ανταποκριθεί. Μετρημένα τα ψωμιά μας.
-Οπότε τίποτα δεν ήταν αληθινό από ‘δω πέρα, ε; Είναι όλα στο κεφάλι μου.
-Έχει σημασία; Να ξεφύγεις ήταν ο σκοπός. Να το τραβήξουμε όσο πάει, μέχρι να ξυπνήσεις ή μέχρι να… Ξέρεις…
Δεν ζορίζω περαιτέρω τη συζήτηση. Είμαι ευγνώμων μες στο χάος για την στάση της. Με κοιτάει και μου γνέφει για να σφραγίσει την αμοιβαία κατανόηση. Χαμογελάω και η αλμύρα από τα δάκρυα και το αίμα μπαίνει στο στόμα μου. Άβολο μα συνάμα ταιριαστό.
Όταν τα πόδια μου αρχίζουν να βουλιάζουν από το σπριντ πάνω στον λόφο, ξεπροβάλει επιτέλους ο πύργος στα εκατό μέτρα.
-Κάνε λίγο υπομονή, φτάσαμε.
-Όλο αυτό είναι αχρείαστο. Αφού θα μας φάει η φωτιά στο τέλος.
-Πρέπει να τους μιλήσω. Τελευταία προσπάθεια. Υπόσχομαι.
-Λες και έχουμε και άλλες.
Η σκουριασμένη σκάλα αναστενάζει ανεβαίνοντας με την αλεπού κουλουριασμένη στον ώμο μου. Η πόρτα του δωματίου ανοιγοκλείνει απ’ τον αέρα και όλα τα τζάμια είναι σπασμένα με την σκόνη μέσα να φτάνει στο γόνατο. Όλες οι μπύρες πεταμένες, όλα τα βιβλία και τα σιντί θαμμένα- μόνο το γραφείο με τον ασύρματο την γλίτωσε. Ξαπλώνω την αλεπού σε μια γωνιά του κρεβατιού και περιεργάζομαι το διαλυμένο τοπίο έξω. Όλα είναι κόκκινα και όλα τρεμοπαίζουν μες στις φλόγες. Θέμα λεπτών πλέον.
Συνδέω τον επιτραπέζιο ασύρματο και φτιάχνω την κεραία που τρώει ξύλο από τον αέρα έξω. Η αλεπού παρακολουθεί τις κινήσεις μου σαν να θέλει να σιγουρευτεί πως τα κάνω όλα σωστά. Της κάνω με μια φοβερά εξεζητημένη χειρονομία για να την καθησυχάσω στα τελευταία της και χαμογελά. Έπειτα παίζω τον διακόπτη του μικροφώνου στα χέρια μου από την αμηχανία. Πόσο καιρό να έχω ακόμα; Κρίνοντας από τη φωτιά που πλησιάζει στο παράθυρο παίρνω μια ιδέα. Μα δεν χρειάζομαι τέτοιον μπαμπούλα για να συνεχίσω να ζω και να κινούμαι εδώ μέσα πλέον- μόνο υπομονή. Έτσι ψάχνω μία μία τις συχνότητες, καλώ κι αναμένω απάντηση.
-Δεν ξέρω αν ακούτε, ίσως και να έχετε ξεφύγει. Δεν αντέχουν μεγάλοι άνθρωποι τέτοιες καταστάσεις. Απλά πήρα μπας και. Πήρα να πω ότι δεν πειράζει και πως καταλαβαίνω, μπαμπά. Και πες και στην άλλη να μην γκρινιάζει και να μην πικραίνεται. Μόνο μια τελευταία αγκαλιά να σας έκανα έχω άχτι. Να ένιωθα τουλάχιστον ένα άγγιγμα στο χέρι μου, γαμώτο. Τέλος πάντων, δεν το συνεχίζω, με κούρασε. Καλή δύναμη. Και δεν έχω ιδέα αν, αλλά μακάρι κάποια στιγμή να ξαναβρεθούμε. Κάπου με θάλασσα αν γίνεται αυτή τη φορά. Τόση ερημιά και τόσο πεύκο, το σιχάθηκε η ψυχή μου.
Ούτε γραμμένα να τα ‘χα, ρέουν οι λέξεις σαν νεράκι. Τα είπα κι άλλες είκοσι με τριάντα φορές φωναχτά μέχρι να στεγνώσει τελείως το στόμα μου. Κλείνω το μικρόφωνο και κοιτώ τις φλόγες να με χαιρετάνε από κάθε κατεύθυνση. Ανταποδίδω.
-Καλά τα είπαμε, κι ας μην τα άκουσε κανείς. Η ομορφότερη τρύπα στο νερό που έγινε ποτέ.
Πολύ ποιητικό. Δεν της το ‘χα.
Αφήνω τον ασύρματο σε μια συχνότητα με παράσιτα να γδέρνουν τα αφτιά μου. Δεν θέλω να ακούσω το κεφάλι μου να σβήνει μέχρι να απαντήσουν. Ύστερα με όση δύναμη έχω παίρνω την αλεπού μια αγκαλιά λες και πάω να την πνίξω Δεν αντιστέκεται, κατανοεί. Αναστενάζουμε μαζί και παρατηρούμε σε αργή κίνηση όλη τη διαδικασία. Τη φωτιά να χτυπάει τη πόρτα για να μπεί, να κυκλώνει τα πάντα, και να παίρνουν όλα χρώμα όσο εγώ να αφήνω τον ιδρώτα μου (και κάτι παραπάνω) πάνω σε αυτό το φτηνιάρικο στρώμα. Μάλλον δεν με άκουσαν, σκέφτομαι, και τα βάζω λίγο με τον εαυτό μου. Ίσως αν είχα ακόμη μια ευκαιρία να μην έχανα τόσο χρόνο. Ίσως να μπορούσα τότε να ξυπνήσω και να τους δω, κι ας τα τίναζα μετά. Τι γκαντεμιά κι αυτή, είκοσι χρόνια εδώ πέρα και το ξυπνητήρι δεν με ξύπνησε ούτε μία φορά. Τα νεύρα μου. Τόσα νεύρα έχω που σκοτώνω άνθρωπο. Αν με πιάσεις από τη μύτη σου λέω θα σκάσω.
-Ε ναι, αφού την έσπασες.
-Για όνομα πια ΒΟΥΛΩΣΕ ΤΟ.
-Παναγιά μου, μού μιλάει μια χοντρή!
-Κάτσε, τι;
Δεν ξέρω τι άλλο μπορούσα να περιμένω κατεβαίνοντας από τον πύργο σήμερα. Είχα από πριν άσχημο προαίσθημα κατεβαίνοντας στο δάσος για πρώτη φορά. Το μυρίστηκα από την αρχή.
-Χε χε, “το μυρίστηκα” λέει. Δεν παλιώνει ποτέ!
-Ορίστε;
Η αλεπού συνεχίζει να χαχανίζει αλλά μάλλον όχι επίτηδες. Κρίνοντας από την βρώμικη κιτρινωπή γούνα και τα εγκαύματα στο ξερακιανό σώμα της, έχει περάσει και καλύτερες μέρες.
-Εεε κοπελιά. Ακόμα εδώ είμαι, έτσι; Ακούω.
Όπου κι αν ήταν (πριν με κοψοχολιάσει) πρέπει να την έφτασε στο τσακ η φωτιά, μα δεν μοιάζει να πονάει. Ίσα ίσα, κάνει χάζι όσο τεντώνεται σαν γάτα μες στο χώμα. Θα φαίνομαι εξαιρετικά διασκεδαστική (ή αξιολύπητη) για να ‘ρχεται τόσο κοντά μου. Όχι πως θα με χάλαγε λίγη κουβέντα τέτοια ώρα, έχω να μιλήσω με άνθρωπο (ή ό,τι είναι αυτό) και εγώ δεν ξέρω πόσο καιρό. Όμως ο τρόπος που με ακολουθεί με αυτό το σαρδόνιο γελάκι μου μοιάζει πολύ χυδαίος.
-Έλα αλεπουδιάρα, τέλος, έχω σοβαρή δουλειά εδώ. Δεν θ’ ασχοληθώ άλλο μαζί σου. Μείνε μακριά και δεν θα ανοίξει ρουθούνι, 'ξηγηθήκαμε;
-”Ρουθούνι” λέει, χα χα. Λες να ξέρει;
-Καλά, έγινε.
Δείχνω κωλοδάχτυλο και συνεχίζω την πορεία μου βάζοντας και βγάζοντας τις μπαταρίες από τον ασύρματο. Τζίφος. Ο μπαμπάς (ή όποιος άλλος ακουγόταν στη συχνότητα που έπιανα στον πύργο) δεν ξανάβγαλε άχνα και φυσικά δεν υπάρχει ψυχή τριγύρω. Είχα δηλαδή τη μιζέρια μου, ήρθα κι εδώ κάτω να παίξω κρυφτό μες στη νεκρά φύση. Ευτυχώς είναι απογευματάκι ακόμα με τον ήλιο να λάμπει μέσα από τα δέντρα και δεν έχω χεστεί πάνω μου.
Έλα όμως που η φωτιά στο βάθος καίει ό,τι βρίσκει μέρες τώρα και κανένας δεν ασχολείται μην καώ καμία μέρα ζωντανή. Να σου ξανά ο πανικός. Σκαρφαλώνω ένα δέντρο να δω καλύτερα την κοιλάδα που ‘χει αρπάξει, ουρλιάζοντας ταυτόχρονα στον ασύρματο μπας και βρω σήμα. Ξελαρυγγιάζομαι, πιάνω τον λαιμό μου, χάνω ισορροπία, γλιστράω στον κορμό και πέφτω με τα μούτρα. Όταν ξεκόλλησα πλέον από κάτω το αίμα έτρεχε απ’ την μύτη μου σαν να ‘ταν συντριβάνι. Μωρέ κάτι ήξερα που καθόμουν στον πύργο παρατήρησης και δεν…
-...”ξεμυτούσα”, ε; Χε χε χε χε. Έχεις πλάκα ρε, μα δεν μ’ ακούς ποτέ που σου μιλάνε.
Γυρνάω να κοιτάξω την αλεπού έτσι ώστε να πάρει το μήνυμα και να ξεκουμπιστεί αλλά εκεί αυτή, με τα μάτια της να λάμπουν σαν να περιμένει κάτι. Βαδίζω κουτσά στραβά προς μια κατεύθυνση, από πίσω αυτή, πετάει μαλακίες, έπειτα γυρνάει για αλλού, την κυνηγάω να μη φύγει στη φωτιά, την προφταίνω και ξανά από την αρχή. Δεν πάει στο διάολο, λέω, ασ’ την. Ε και την αφήνω να φύγει. Ε και μ’ εκείνα και με τ’ άλλα χάνομαι. Τόση ώρα τον καπνό από τις φλόγες είχα μπούσουλα και με το κυνηγητό δεν πρόσεξα ότι η κάπνα σκόρπισε σε είκοσι μεριές. Σηκώνω κεφάλι και ο ήλιος φέγγει κόκκινος. Τι ήθελα και ήρθα εδώ πέρα;
-Ακούει κανείς σε αυτό το κανάλι; Ξέρω ότι πιάνετε κάποιοι σήμα. Μπαμπά ακούς; Η δασοφύλακας είμαι και σας ψάχνω τόση ώρα. Αν ακούτε, πείτε μου που είστε να σας βρω. Ελήφθη;
Ανάθεμα και αν μου χρειάζεται πια αυτό το μαραφέτι, με το λαρύγγι μόνο θα τους έχω ξεκουφάνει.
-Ελπίζω να καταλαβαίνεις από τώρα πόσο μάταιο είναι αυτό. Είναι κάπου η χιλιοστή φορά που στο λέω σε αυτό το σημείο, μα δεν παύω να ελπίζω πως μια μέρα θα σταματήσεις να το κάνεις αυτό. Στον εαυτό σου κυρίως. Όπως ότι θα σταματήσεις να φοράς ρούχα που σου κάνουν χοντρά μπούτια.
-Μπορείς σε παρακαλώ να με βοηθήσεις εδώ με το στόμα σου κλειστό; Λίγο να ξεχαστούμε εδώ και γίναμε λαμπάδες. Δεν χρειάζομαι το υφάκι σου τέτοιες ώρες.
-Μπαρδόν; Ποιο υφάκι; Εγώ τα λέω για το καλό σου. Αλλά δεν σε αδικώ. Τόσο καιρό εδώ κλεισμένη, λογικό να έχει σκουριάσει κάπως το μυαλό σου.
-Κλεισμένη;
Με κοιτάει από πάνω μέχρι κάτω, ξεφυσά και κάθεται μπροστά μου περιμένοντας πάλι κάτι. Τι ακριβώς; Μακάρι να ‘ξερα, αν αυτό θα μου έδιωχνε τις ενοχές να την παρατήσω εδώ και να γίνει φλαμπέ. Μέχρι τον πύργο θα μύριζε ψημένο αλεπουδάκι.
-Καλά έτσι που έκανες τη μύτη σου σιγά μη μύριζες τίποτα.
-Κλεί-σε-το-ρη-μά-δι-το-στό-μα-σου.
Με αιφνιδιάζει ο ασύρματος που τσιρίζει με μια ακατάληπτη φωνή. Δεν πιάνω πολλά, μόνο φράσεις όπως “μακάρι να μπορούσες να με ακούσεις” ή “ένα σημείο ζωής” και άλλα τέτοια. Όλα αρκετά για να καταλάβω τον μπαμπά. Πατώ να απαντήσω με την αγωνία να τρεμοπαίζει τα χέρια μου. Τον βρίσκω και τον χάνω, χωρίς να τον φτάνει ποτέ η φωνη μου. Το σήμα χειροτερεύει, μα για να τον ακούω αυτό σημαίνει πως κάπου εδώ θα βρίσκεται, σωστά; Αν όμως είναι κάπου που τον βρήκε η φωτιά; Τσιρίζω στο μικρόφωνο “ΜΠΑΜΠΑ ΑΠΛΑ ΠΕΣ ΜΟΥ ΟΤΙ ΕΙΣΑΙ ‘ΔΩ“ σαν δεκάχρονο και τον χάνω εντελώς.
Ξαποσταίνοντας σ’ έναν κορμό μου έρχεται στο στόμα το αίμα (που έτρεξε παντού και έγινα σκατά) και βάζω τα κλάματα. Νιώθω τελειωμένη. Βλέπω στάχτη να πέφτει πάνω μου από την μαυρισμένη πλαγιά στα δεξιά μου και με πιάνει πάλι τρέμουλο. Δεν ξέρω άμα κλαίω που είμαι εδώ μέσα ολομόναχη ή που στον επόμενο κορμό ίσως βρω και τον μπαμπά μου... Ξέρεις πως. Δεν ξέρω τι θα κάνω άμα πετύχω κάτι τέτοιο.
-Μην τα λες αυτά μωρή, αμαρτία είναι. Χίλιες φορές σε ακούω χίλιες φορές σφίγγεται η καρδιά μου. Έλα σήκω.
Είχα ξεχάσει την αλεπού για μια στιγμή.
-Τι θες πια από εμένα;
-Ξέρω ‘γω; Παρέα; Χαβαλέ; Όση πλήξη νιώθεις εσύ τόσο καιρό κλεισμένη πάνω στον πύργο ένιωθα και εγώ. Μόνο όταν πιάνεις τον μπαμπά στον ασύρματο καταδέχεσαι να κατέβεις εδώ κάτω και έχω με κάτι να ασχολούμαι.
-Με έχεις δει εκεί πάνω;
-Αν σε έχω δει, λέει; Τι άλλη δουλειά μπορεί να έχει μια αλεπού σε τέτοιο σκατοδάσος παρά να παρακολουθεί ανελλιπώς μια σαραντάρα δασοφύλακα; Να χαζεύει όλη μέρα με τα κυάλια, να ψάχνει όλες τις συχνότητες στον ασύρματο, να πίνει μπύρες και να ακούει την ίδια μουσική όλη την ημέρα στο ντίσκμαν; Παίζει εδώ κάτι καλύτερο και δεν το ξέρω;
-Ποια σαραντάρα ρε; Δεκαεφτά είμαι.
-Σου λέω τα τριάντα τα έχεις πατημένα.
-Εγώ φταίω που ασχολούμαι.
Πάντως η κουβέντα με την αλεπού σε κάνει να ξεχνιέσαι, όσες χοντράδες και αν λέει. Και λέει πολλές. Και αρκετά πράγματα που ξεστομίζει είναι μπηχτές που δεν πολυβγάζουν νόημα. Παρόλα αυτά λίγη παρέα μέσα σε μια γούβα γης γεμάτη στάχτη και κόκκινο καπνό με καθησυχάζει.
-Δεν είμαι εδώ για να σου κάνω τη ζωή δύσκολη.
-Δεν ξέρω καν γιατί είσαι εδώ. Και πως μιλάς; Αν δεν γίνομαι αδιάκριτη, δηλαδή.
-Τι τα ψειρίζεις αυτά ακόμα; Κάθε φορά αυτό κάνεις. Αν και πρώτη φορά βλέπω τέτοια φωτιά εδώ. Και χάθηκες από πολύ νωρίς στο δάσος αυτή τη φορά. Και για να σου πω την αλήθεια, είμαι λίγο χεσμένος πάνω μου, δεν ξέρω τι παίζει ακριβώς τώρα.
-”Χεσμένος”; Άντρας είσαι;
Με κοιτάει με το πιο νεκρό, γεμάτο απαξίωση βλέμμα που μπορούσε να έχει μια αλεπού. Δεν ξέρω γιατί τον νόμιζα για κορίτσι. Αλλά αφού μπορεί να ακούσει τι λέω από μέσα μου, ζητώ συγγνώμη που διαιωνίζω τέτοια στερεότυπα. Λάθος μου. Εντάξει τώρα; Γνέφει σαν να συμφωνεί, είμαστε οκ.
Με αυτά και εκείνα είχα αφήσει στην κωλότσεπη τον ασύρματο και όταν άρχισε πάλι να “σφυρίζει” ανατρίχιασα ολόκληρη. Παίρνοντας το στα χέρια μου το ρίχνω στο χώμα σαν το άχρηστο πλάσμα που είμαι πραγματικά. Ακόμα και η αλεπού γούρλωσε τα μάτια με το πόσο άμπαλη είμαι.
Το σήμα ήταν λίγο καλύτερο. Άκουγα για περίπου πέντε λεπτά ασταμάτητα πριν προσπαθήσω μάταια να απαντήσω. Εδώ σίγουρα δεν μιλάει ο μπαμπάς. Τα ακαταλαβίστικα που ακούγονται φεύγουν τόσο κοφτά και γρήγορα απ’ το στόμα ανήκουν στη μάνα μου. Ακούω το πρώτο “κοίτα την κορούλα σου” και σιγουρεύομαι.
“...κοροϊδευόμαστε μεταξύ μας, χριστιανέ μου;”.
“Κουράστηκα. Θες να μ’ ακούσεις να το λέω; Στο λέω τώρα.”.
“...εγώ; εγώ δεν καταλαβαίνω; εγώ είμαι η κακιά και η άκαρδη πάλι;”.
“...κανόνισε την πορεία σου. Το χάσαμε το τρένο...”.
Και μετά πάλι σιγή.
Ίδιο ύφος, ίδιες ατάκες χιλιοπαιγμένες πότε στην κουζίνα, πότε ανάμεσα στον κόσμο. Ο ίδιος τσακωμός ξανά και ξανά με τον μπαμπά. Οι αφορμές σχεδόν πάντα γελοίες, αλλά εδώ η φωνή της δεν είναι θεατράλε. Κάτι σοβαρό θα έγινε για να κλαίει σαν γουρούνι η αγαπημένη μου μανούλα.
-Δεν κλαις πια; Σου πέρασε γενικά η τρομάρα;
-Δεν ξέρω.
-Κατάλαβα, είμαστε ακόμα στο σημείο που προσαρμόζεσαι. Έχουμε λίγο ποδαράτο ακόμα μέχρι να γυρίσεις πίσω.
-Πες μου πια, τι παραπάνω ξέρεις;
-Τίποτα παραπάνω. Εγώ είμαι εδώ σαν υπενθύμιση, σαν ξυπνητήρι περίπου. Ξέρεις, όπως αυτό με το αλεπουδάκι που είχες μικρή στο κομοδίνο; Θυμάσαι; Το έφερες κι εδώ στον πύργο. Περίεργο να ‘χεις ξυπνητήρι και να σηκώνεσαι απομεσήμερο βέβαια. Δασοφύλακας, τρομάρα σου.
Άργησα λίγο να πάρω μπρος. Έχει δίκιο, είναι φτυστή με το ξυπνητήρι που είχα μικρή. Πως δεν το έπιασα πιο πριν; Και τι σημαίνει αυτό τώρα; Ρωτώντας δεν θα μάθω κάτι παραπάνω. Δεν ξέρω αν νιώθω πια εμπιστοσύνη, οικειότητα ή περιέργεια για αυτό το πλάσμα. Και αυτά τα αινιγματικά που τσαμπουνάει κουράζουν. Περπατάμε και χαζολογάμε χωρίς να προσέχουμε την πορτοκαλί ομίχλη που κατάπιε τα πάντα ένα μέτρο από εμάς. Μπροστά μας βλέπουμε μόνο καπνισμένους κορμούς και λιωμένα ζώα. Όλα λούτρινα, αρκουδάκια που είχα όταν ήμουν μπέμπα. Αν δεν έφτανε η καρδιά μου χίλιους παλμούς ίσως και να ανατρίχιαζα τώρα.
Καλύπτω μύτη-στόμα με το χέρι και προσπαθώ να μαντέψω τα βήματα της αλεπούς, που κάνει ζιγκ ζαγκ ζαλισμένη. Δεν μοιάζει την νοιάζει να βρω τον πατέρα ή την μάνα μου πριν γίνουμε όλοι μπάρμπεκιου. Είναι απασχολημένη να κοιτάζει δήθεν εξεταστικά το κατεστραμμένο τοπίο.
-Και δεν μου λες, πόσο καιρό με κοιτάς από μακριά; Όλο το καλοκαίρι εκεί πάνω δεν πέτυχα ψυχή και τώρα προέκυψες εσύ, ο κρυφός μου θαυμαστής.
-Ποιο καλοκαίρι χρυσή μου; Σύνελθε. Τα νιάτα μας φάγαμε εδώ, θα μας τρελάνεις; Αλλά τι λέω, και πιο βασικό σε ποια το λέω. Την τύχη σου να είχα να έπαιζα κι εγώ σε τέτοιο παιδότοπο. Έχει βλέπεις και τα καλά της η αποσύνδεση από το περιβάλλον.
-Για ένα καλοκαίρι είμαι εθελόντρια εδώ. Το έλεγε και στα χαρτιά. Νομίζω.
-Για κάτσε… Ρε λες;
-Μετά από αυτό γυρνάω σπίτι να μάθω αν πέρασα στις πανελλήνιες και μετά μην με είδατε.
-... αυτό είναι τελικά; Η αποσύνδεση;
-Κάτσε, έδωσα πανελλήνιες; Έφαγα σκάλωμα τώρα.
-Χέσε μας λίγο με τις πανελλήνιες. Δεν θα πέσει έξω το κράτος με μια άνεργη πτυχιούχα μείον. Κάτι πάει στραβά εδώ.
-Πως θα μπορούσα να ξεχάσω τις πανελλήνιες με τόση προετοιμασία;
-Α καλά. Εδώ ο κόσμος καίγεται και εσύ ακόμα να πάρεις μυρωδιά.
-Άντε πάλι με τη μύτη μου…
-Όχι κυριολεκτικά. Δηλαδή δεν ήθελα να... Τέλος πάντων, κατάλαβες.
-Ίσως για αυτό δεν υπάρχει ψυχή εδώ κάτω. Τους πέθανες όλους με τις ανοησίες σου.
-Δεν έχω καλό προαίσθημα. Όλη μας η ρουτίνα πάει λάθος, τόσες φορές τα έχουμε κάνει αυτά κι όμως εδώ κάτι δεν κολλάει. Έχουμε κολλήσει εδώ και ώρα στο ίδιο σημείο και μάλλον...
-”Μάλλον”..;
-...χαθήκαμε. Μάλλον.
Προ-φα-νέ-στα-τα. Όταν τρως τόση ώρα να σπας τα νεύρα ενός ανθρώπου στα πρόθυρα κρίσης, αργείς να καταλάβεις τι συμβαίνει. Πάμε στα τυφλά εδώ και ώρες. Φεύγουμε απ’ τη φωτιά; Πάμε καταπάνω της; Ένας θεός ξέρει, έτσι που όλα γύρω ντύθηκαν καφέ. Κουτουλάμε σε κορμούς και τιναζόμαστε με τους ήχους που κάνουν τα καρβουνιασμένα λούτρινα όταν πατάς στην κοιλιά τους. Περνάω ένα χέρι βρισίδι την αλεπού εδώ που μας έφερε, εκείνη μυρίζει και σκάβει το χώμα ανήσυχη ψάχνοντας δήθεν για την “προκαθορισμένη πορεία μας” και έτσι περνά η επόμενη ώρα. Μπορεί και παραπάνω- το ρολόι μου σταμάτησε.
-Πόση μπαταρία δείχνει ο ασύρματος;
-Μια γραμμούλα. Και την είχα γεμισμένη, όπως κάθε φορά.
-”Όπως κάθε φορά”;
-Κάθε φορά που κατεβαίνω από τον πύργο.
Αφήνει το σκάψιμο και με κοιτάει με τα μάτια γουρλωμένα. Κολλάει το μυαλό μου προς στιγμήν και πριν μιλήσει με πιάνει ίλιγγος. Όταν συνέρχομαι με ρωτάει ξανά και ξανά αν “ξέρω”, λες και έχω ιδέα τι μου λέει. Κοιτάω μπας και βρω τον ήλιο για να σταματήσουν να τρεμοπαίζουν όλα γύρω μου. Δεν τα καταφέρνω. Η αλεπού κοκαλώνει δίπλα μου ρωτώντας τα ίδια με εκνευρισμένο και ειρωνικό τόνο όσο ξερνάω.
-Δεν ακούς ε; Οκ, γυρνάμε πίσω. Τώρα.
-Που πίσω; Έχω τους γονείς μου εδώ πέρα!
-Mου παίζεις την ανήξερη τόση ώρα. Πρέπει να γυρίσουμε πίσω στην αφετηρία, δεν καταλαβαίνεις; Με εσένα στον πύργο παρατήρησης να πιάνεις τους γονείς σου στον ασύρματο, να κατεβαίνεις στο δάσος και να βρίσκεις εμένα σπάζοντας την μύτη σου. Δεν ξέρω πόσο πιο σκατά θα γίνει η μύτη σου από ό,τι τώρα, μα ίσως την σκαπουλάρουμε.
-Είσαι η πιο αχώνευτη αλεπού που μιλάει.
-Πω, με ξέκανες. Φέρε τον ασύρματο τώρα.
-Ξεκόλλα, ΘΑ ΤΟ ΣΠΑΣΕΙΣ!
-ΤΕΛΕΙΩΝΕ ΦΕΡ’ ΤΟΝ ‘ΔΩ ΝΑ ΞΕΜΠΕΡΔΕΨΟΥΜΕ.
-ΜΗ.
Ο ασύρματος γλιστράει, πέφτει σε κάτι μαυρισμένα κλαδιά και γίνεται σμπαράλια. Τα μάτια και των δυο μας καρφωμένα, να ψάχνουν τη γη μήπως χάσουν κανένα εξάρτημα. Ο χρόνος φρενάρει, η πορτοκαλί ομίχλη γίνεται ένα αρρωστημένο βαθύ κόκκινο φως από τον ήλιο που βασιλεύει πια στην άκρη της κοιλάδας λες και είμαστε στην κόλαση. Αυτό ήταν;
-Μπα. Όχι ακόμα τουλάχιστον.
-Κοφ’ το.
-Το κόβω.
Έχω παραλύσει. Το κεφάλι μου δεν μπορεί να χωνέψει άλλο την ιδέα αυτής της άρρωστης διαδικασίας- οι μέρες εδώ πέρα παρελαύνουν στη σειρά η μία πίσω από την άλλη ίδιες και απαράλλαχτες. Προσπάθησα τόσο πολύ να αντισταθώ μα το “πόστο” μου εδώ πέρα σταμάτησε να βοηθάει καιρό τώρα. Κάθε σπιθαμή πάνω μου δείχνει πλέον πληγωμένη και τραχιά. Πόσο καιρό ήμουν αναγκασμένη να βλέπω τα πάντα να παίρνουν φωτιά και εγώ να προσπαθώ να μην καώ; Ούτε που ξέρω, μόνο ότι κουράστηκα να βρίσκομαι εδώ. Να σπάω τα μούτρα μου, να χάνομαι και να παίζω κυνηγητό με πύρινες γλώσσες όσο ζητάω τον μπαμπά σε έναν μαλακισμένο ασύρματο. Λες και τον χρειάστηκα ποτέ για να τον ακούσω. Τον έχω δίπλα από το αφτί μου όλη την ώρα.
Και τώρα ακόμα.
“Κάνεις σαν μωρό, μεγάλος άνθρωπος. Λες και εγώ δεν πονάω.”.
“Σου είναι τόσο εύκολο πια;”.
“Νομίζεις δεν πονάω από μέσα; Στην ίδια βάρκα είμαστε και βουλιάζουμε.”.
“Κι αν σηκωνότανε επάνω ετούτη τη στιγμή; Κι αν σε κοίταζε στα μάτια και σε ρώταγε τι συζητούσαμε πριν λίγο;”.
“Είκοσι χρόνια, βρε χρυσέ μου. Είκοσι χρόνια και ακόμα τα ίδια λέμε. Η κόρη σου έφυγε, μόνη μου ακούω τους γιατρούς; Μόνη μου ξημεροβραδιάζομαι εδώ μέσα; Μόνη μου κόβω απ’ το ψωμί μου για να έχω να ελπίζω; Γιατί μου το κάνεις αυτό; Γιατί μπροστά στον κόσμο, άνθρωπε μου;”.
“Δεν θα αντέξω. Δεν μπορώ να το αντέξω.”.
“Καιρός είναι να ηρεμήσει η ψυχούλα της και εμείς. Ό,τι έμεινε εκεί μέσα...”.
“Μη κλαις, πανάθεμα σε. Δεν με βλέπεις που κρατιέμαι;“.
Έτσι είναι η μάνα μου. Στην αρχή ατσάλι σκέτο και στο τέλος την παίρνουν τα ζουμιά. Τώρα ο μπαμπάς θα την παίρνει αγκαλιά με τα κουπιά που ‘χει για χέρια μπας και ηρεμήσει. Και τι θα έδινα να τους δω, αν και θα ‘χουν γεράσει τόσο καιρό στο περίμενε.
Όταν σώπασε η μάνα μου σκούπισα τα μάτια μου και είδα τη φωτιά στα δέκα βήματα. Ρούχα, παπούτσια, μαλακίες- όλα λιώνουν και πέφτουνε στο χώμα που βράζει. Παίρνω την αλεπού αγκαλιά και τρέχω μπας και σωθεί τίποτα από τα τομάρια μας. Μάλλον δεν την βγάζει. Παντού καμμένη γούνα και το δέρμα να έχει σκάσει. Ίσα που έχω το θάρρος να κοιτάξω στο κεφάλι της μια γλώσσα μες στα αίματα και δυο ματάκια να κοιτούν ανήσυχα τριγύρω.
-Μπορείς ακόμα να μιλήσεις;
-Όσο εσύ μπορείς να τρέξεις.
Κάτι ξέρει που το λέει. Το σώμα μου σιγά σιγά βαραίνει και να καθυστερεί να ανταποκριθεί. Μετρημένα τα ψωμιά μας.
-Οπότε τίποτα δεν ήταν αληθινό από ‘δω πέρα, ε; Είναι όλα στο κεφάλι μου.
-Έχει σημασία; Να ξεφύγεις ήταν ο σκοπός. Να το τραβήξουμε όσο πάει, μέχρι να ξυπνήσεις ή μέχρι να… Ξέρεις…
Δεν ζορίζω περαιτέρω τη συζήτηση. Είμαι ευγνώμων μες στο χάος για την στάση της. Με κοιτάει και μου γνέφει για να σφραγίσει την αμοιβαία κατανόηση. Χαμογελάω και η αλμύρα από τα δάκρυα και το αίμα μπαίνει στο στόμα μου. Άβολο μα συνάμα ταιριαστό.
Όταν τα πόδια μου αρχίζουν να βουλιάζουν από το σπριντ πάνω στον λόφο, ξεπροβάλει επιτέλους ο πύργος στα εκατό μέτρα.
-Κάνε λίγο υπομονή, φτάσαμε.
-Όλο αυτό είναι αχρείαστο. Αφού θα μας φάει η φωτιά στο τέλος.
-Πρέπει να τους μιλήσω. Τελευταία προσπάθεια. Υπόσχομαι.
-Λες και έχουμε και άλλες.
Η σκουριασμένη σκάλα αναστενάζει ανεβαίνοντας με την αλεπού κουλουριασμένη στον ώμο μου. Η πόρτα του δωματίου ανοιγοκλείνει απ’ τον αέρα και όλα τα τζάμια είναι σπασμένα με την σκόνη μέσα να φτάνει στο γόνατο. Όλες οι μπύρες πεταμένες, όλα τα βιβλία και τα σιντί θαμμένα- μόνο το γραφείο με τον ασύρματο την γλίτωσε. Ξαπλώνω την αλεπού σε μια γωνιά του κρεβατιού και περιεργάζομαι το διαλυμένο τοπίο έξω. Όλα είναι κόκκινα και όλα τρεμοπαίζουν μες στις φλόγες. Θέμα λεπτών πλέον.
Συνδέω τον επιτραπέζιο ασύρματο και φτιάχνω την κεραία που τρώει ξύλο από τον αέρα έξω. Η αλεπού παρακολουθεί τις κινήσεις μου σαν να θέλει να σιγουρευτεί πως τα κάνω όλα σωστά. Της κάνω με μια φοβερά εξεζητημένη χειρονομία για να την καθησυχάσω στα τελευταία της και χαμογελά. Έπειτα παίζω τον διακόπτη του μικροφώνου στα χέρια μου από την αμηχανία. Πόσο καιρό να έχω ακόμα; Κρίνοντας από τη φωτιά που πλησιάζει στο παράθυρο παίρνω μια ιδέα. Μα δεν χρειάζομαι τέτοιον μπαμπούλα για να συνεχίσω να ζω και να κινούμαι εδώ μέσα πλέον- μόνο υπομονή. Έτσι ψάχνω μία μία τις συχνότητες, καλώ κι αναμένω απάντηση.
-Δεν ξέρω αν ακούτε, ίσως και να έχετε ξεφύγει. Δεν αντέχουν μεγάλοι άνθρωποι τέτοιες καταστάσεις. Απλά πήρα μπας και. Πήρα να πω ότι δεν πειράζει και πως καταλαβαίνω, μπαμπά. Και πες και στην άλλη να μην γκρινιάζει και να μην πικραίνεται. Μόνο μια τελευταία αγκαλιά να σας έκανα έχω άχτι. Να ένιωθα τουλάχιστον ένα άγγιγμα στο χέρι μου, γαμώτο. Τέλος πάντων, δεν το συνεχίζω, με κούρασε. Καλή δύναμη. Και δεν έχω ιδέα αν, αλλά μακάρι κάποια στιγμή να ξαναβρεθούμε. Κάπου με θάλασσα αν γίνεται αυτή τη φορά. Τόση ερημιά και τόσο πεύκο, το σιχάθηκε η ψυχή μου.
Ούτε γραμμένα να τα ‘χα, ρέουν οι λέξεις σαν νεράκι. Τα είπα κι άλλες είκοσι με τριάντα φορές φωναχτά μέχρι να στεγνώσει τελείως το στόμα μου. Κλείνω το μικρόφωνο και κοιτώ τις φλόγες να με χαιρετάνε από κάθε κατεύθυνση. Ανταποδίδω.
-Καλά τα είπαμε, κι ας μην τα άκουσε κανείς. Η ομορφότερη τρύπα στο νερό που έγινε ποτέ.
Πολύ ποιητικό. Δεν της το ‘χα.
Αφήνω τον ασύρματο σε μια συχνότητα με παράσιτα να γδέρνουν τα αφτιά μου. Δεν θέλω να ακούσω το κεφάλι μου να σβήνει μέχρι να απαντήσουν. Ύστερα με όση δύναμη έχω παίρνω την αλεπού μια αγκαλιά λες και πάω να την πνίξω Δεν αντιστέκεται, κατανοεί. Αναστενάζουμε μαζί και παρατηρούμε σε αργή κίνηση όλη τη διαδικασία. Τη φωτιά να χτυπάει τη πόρτα για να μπεί, να κυκλώνει τα πάντα, και να παίρνουν όλα χρώμα όσο εγώ να αφήνω τον ιδρώτα μου (και κάτι παραπάνω) πάνω σε αυτό το φτηνιάρικο στρώμα. Μάλλον δεν με άκουσαν, σκέφτομαι, και τα βάζω λίγο με τον εαυτό μου. Ίσως αν είχα ακόμη μια ευκαιρία να μην έχανα τόσο χρόνο. Ίσως να μπορούσα τότε να ξυπνήσω και να τους δω, κι ας τα τίναζα μετά. Τι γκαντεμιά κι αυτή, είκοσι χρόνια εδώ πέρα και το ξυπνητήρι δεν με ξύπνησε ούτε μία φορά. Τα νεύρα μου. Τόσα νεύρα έχω που σκοτώνω άνθρωπο. Αν με πιάσεις από τη μύτη σου λέω θα σκάσω.
-Ε ναι, αφού την έσπασες.
-Για όνομα πια ΒΟΥΛΩΣΕ ΤΟ.
*fire emoji*
<Sonder - Memo>
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου